Η διαθήκη ενός ήρωος
Ημέρες δόξας!
Από εκείνες τις ημέρες, που ανέτειλαν ροδοκόκκινες, χαρωπές, και έπλεξαν το στεφάνι της νίκης.
Βρισκόμαστε στους Βαλκανικούς Πολέμους του 12, την εποχή που η ελληνική σάλπιγξ εσήμανε το εμβατήριο του θριάμβου.
Στην στεριά η φουστανέλλα λεύκαζε στις βουνοκορφές περήφανη, στη θάλασσα δε οι σημαίες στα πίκια των καραβιών μας άφιναν τις ασπρογάλαζες πτυχές να σχηματίζωνται πυκνότερες και να μεταδίδουν η κάθε μιά το ζήτω της με πολεμικό σκίρτημα στα σπαρμένα νησόπουλα του Αιγαίου, και από κει μετά σ΄όλες τις ελληνικές ψυχές που σφικταγωνιούσαν.
Η νίκη έλυσε τον κόμπο και ξεσπάσε ο ελληνικός ενθουσιασμός.
Η λευτεριά φτερούγισε πάλι πάνω από τα πέλαγα, πάνω από τα χώματα της Ελλάδος.
Ο «Αβέρωφ» έρριχνε τις τελευταίες του κανονιές κοντά στα Στενά. Περήφανος γύριζε στη βάσι του, για να ξαναορμήση όταν θάβγαινε η λεία του.
Τα πληρώματα είχαν πυρωθή από το μεθύσι της ημέρας.
Η ομοχειρία του πρυμναίου πύργου είχε διπλή συγκίνησι, χαρά μαζί με λύπη. Έλειπε ένας άνδρας από την ομοχειρία, σκοτώθηκε στην ναυμαχία, μέσα στον πύργο και του γινότανε η θαλασσινή κηδεία.
Του ήτανε προωρισμένος ο γαλάζιος τάφος.
Αποκαλυφθή!... μια φωνή ύστατης τιμής.
Ο ιερεύς του πλοίου έψαλλε τις τελευταίες δεήσεις, και το κορμί του ήρωα, διπλωμένο με τη σημαία, γλίστρησε από την σανίδα με ανατριχιαστικό ήχο...
- Αιωνία η μνήμη! Ψέλλισαν όλα τα χείλη!...
Σκεπάστηκε η συγκίνησις με την νίκη.
Μένει η ελληνική ψυχή ζωντανή.
Το ίδιο μεσημέρι, στο συσσίτιο του πληρώματος, κατέβηκε ο ύπαρχος.
Παντού ζωηρές φωνές, ζήτω, ανακατεμένα με πατριωτικά τραγούδια.
Στο 10ον συσσίτιο δε μιλούσαν, και τούτο έκαμε εντύπωσιν που τον τράβηξε ως το συσσίτιο.
Ένας ναύτης, μαυρειδερός, είχε ένα σημείωμα στο χέρι και διάβαζε στους άλλους που τον άκουγαν με προσοχή.
- Τι είναι αυτό, Ελευθερόπουλε;
- Κύριε ύπαρχε, ένα γράμμα του μακαρίτη Δοξαστή. Είναι, κύριε ύπαρχε, μια διαθήκη.
- Διαθήκη; Δώσε μου να ιδώ.
Το πήρε ο ύπαρχος, το δίπλωσε και πήγε στο καρρέ των αξιωματικών.
- Κύριοι, μιά διαθήκη του σημερινού μας ήρωα.
Μιά παράκλησις ακούστηκε απ’ όλους τους αξιωματικούς:
- Διαβάστε μας, κύριε ύπαρχε, διαβάστε μας δυνατά.
- Έχω μια ιδέα όμως, να πάμε όλοι στο Ναύαρχο και να το διαβάσωμε εκεί.
Σαν να διετάχθησαν όλοι πετάχτηκαν μαζί από τις θέσεις τους.
Μπροστά από το διαμέρισμα του Ναυάρχου περίμεναν να τους επιτρέψη την είσοδον.
Μετά από λίγο μπήκαν και έκαμαν ημικύκλιο.
Όρθιοι όλοι άκουγαν την φωνήν του υπάρχου:
«Η διαθήκη μου»
Πρυμναίος πύργος μέσα στον «Αβέρωφ».
Πώς περιμένω να ακούσω την πρώτη διαταγή: «εχθρός εν όψει». Μου κάνει κακό η ησυχία και η βουβαμάρα της ημέρας, έχω βαρεθή να βλέπω τα κλείστρα βιδωμένα στα κανόνια. Λοιπόν, αγαπητέ μου φίλε Ελευθερόπουλε, όταν αρχίση η ναυμαχία θα σε φιλήσω.
Αν γυρίσουμε στο πόρτο μας, στην Ιτιά, ζωντανοί, αφού θα έχουμε νικήσει, θα πάμε στον Άγιο Νικόλαο μαζί με την μητέρα, να ανάψουμε όλα τα καντήλια. Το έχω τάξει.
Αν σκοτωθώ και ζήσης εσύ, να μη σε στεναχωρήση, θα κάμης το ίδιο. Οι δύο είμαστε ένα, όλοι είμαστε Ελλάδα.
Θα σκουπίσης όσα δάκρυα μπορέσης της μητέρας μου και θα της πης ότι το παιδί της πέθανε αντάξια για την πατρίδα του. Θα πάρης μια κολαρίνα από το σάκκο μου. Θα την διπλώσης με μία φωτογραφία του «Αβέρωφ» μας, και θα την βάλης εις το εικονοστάσι του σπιτιού.
Όταν πηγαίνεις σπίτι θα στρέφης να την βλέπης, και θα θυμάσαι την τελευταία μας υπηρεσία.
Και ένα ακόμη.
Επάνω στο κανόνι θα δέσης την κορδέλλα του καπέλλου μου. Αυτά θέλω, φίλε. Μη με ξεχάσης.
Στα παιδιά, και τον αξιωματικό του πύργου μας, στην γενναία αυτή ομοχειρία τους ασπασμούς μου.
Τελειώνω το γράμμα μου ευχαριστημένος.
Σε χαιρετώ ο φίλος σου
Κ. Δοξαστής»
Στο σεβαστό πρόσωπο του Ναυάρχου μια ελαφρή χλωμάδα έδειχνε την συγκίνησι. Όλοι στο τέλος της διαθήκης στάθηκαν βουβοί, χωρίς να θέλουν.
«Τιμή στην Ελληνική γενηά». Το στόμα του Ναυάρχου πρόφερε αυτές τις λέξεις.
Σκυμμένοι όλοι χαιρέτησαν κι έφυγαν.
Όταν ανέβηκαν στο κατάστρωμα μετά από λίγη ώρα είδαν στο σωλήνα του κανονιού του πρυμναίου πύργου μια παληά κορδέλλα, σε πένθιμο φιόγγο...
‘Ηταν η κορδέλλα του πηληκίου του ναύτη Δοξαστή με τόνομα τού δοξασμένου καραβιού, γραμμένο με γράμματα χρυσά...
Σημαιοφόρος Φ.
Βρισκόμαστε στους Βαλκανικούς Πολέμους του 12, την εποχή που η ελληνική σάλπιγξ εσήμανε το εμβατήριο του θριάμβου.
Στην στεριά η φουστανέλλα λεύκαζε στις βουνοκορφές περήφανη, στη θάλασσα δε οι σημαίες στα πίκια των καραβιών μας άφιναν τις ασπρογάλαζες πτυχές να σχηματίζωνται πυκνότερες και να μεταδίδουν η κάθε μιά το ζήτω της με πολεμικό σκίρτημα στα σπαρμένα νησόπουλα του Αιγαίου, και από κει μετά σ΄όλες τις ελληνικές ψυχές που σφικταγωνιούσαν.
Η νίκη έλυσε τον κόμπο και ξεσπάσε ο ελληνικός ενθουσιασμός.
Η λευτεριά φτερούγισε πάλι πάνω από τα πέλαγα, πάνω από τα χώματα της Ελλάδος.
Ο «Αβέρωφ» έρριχνε τις τελευταίες του κανονιές κοντά στα Στενά. Περήφανος γύριζε στη βάσι του, για να ξαναορμήση όταν θάβγαινε η λεία του.
Τα πληρώματα είχαν πυρωθή από το μεθύσι της ημέρας.
Η ομοχειρία του πρυμναίου πύργου είχε διπλή συγκίνησι, χαρά μαζί με λύπη. Έλειπε ένας άνδρας από την ομοχειρία, σκοτώθηκε στην ναυμαχία, μέσα στον πύργο και του γινότανε η θαλασσινή κηδεία.
Του ήτανε προωρισμένος ο γαλάζιος τάφος.
Αποκαλυφθή!... μια φωνή ύστατης τιμής.
Ο ιερεύς του πλοίου έψαλλε τις τελευταίες δεήσεις, και το κορμί του ήρωα, διπλωμένο με τη σημαία, γλίστρησε από την σανίδα με ανατριχιαστικό ήχο...
- Αιωνία η μνήμη! Ψέλλισαν όλα τα χείλη!...
Σκεπάστηκε η συγκίνησις με την νίκη.
Μένει η ελληνική ψυχή ζωντανή.
Το ίδιο μεσημέρι, στο συσσίτιο του πληρώματος, κατέβηκε ο ύπαρχος.
Παντού ζωηρές φωνές, ζήτω, ανακατεμένα με πατριωτικά τραγούδια.
Στο 10ον συσσίτιο δε μιλούσαν, και τούτο έκαμε εντύπωσιν που τον τράβηξε ως το συσσίτιο.
Ένας ναύτης, μαυρειδερός, είχε ένα σημείωμα στο χέρι και διάβαζε στους άλλους που τον άκουγαν με προσοχή.
- Τι είναι αυτό, Ελευθερόπουλε;
- Κύριε ύπαρχε, ένα γράμμα του μακαρίτη Δοξαστή. Είναι, κύριε ύπαρχε, μια διαθήκη.
- Διαθήκη; Δώσε μου να ιδώ.
Το πήρε ο ύπαρχος, το δίπλωσε και πήγε στο καρρέ των αξιωματικών.
- Κύριοι, μιά διαθήκη του σημερινού μας ήρωα.
Μιά παράκλησις ακούστηκε απ’ όλους τους αξιωματικούς:
- Διαβάστε μας, κύριε ύπαρχε, διαβάστε μας δυνατά.
- Έχω μια ιδέα όμως, να πάμε όλοι στο Ναύαρχο και να το διαβάσωμε εκεί.
Σαν να διετάχθησαν όλοι πετάχτηκαν μαζί από τις θέσεις τους.
Μπροστά από το διαμέρισμα του Ναυάρχου περίμεναν να τους επιτρέψη την είσοδον.
Μετά από λίγο μπήκαν και έκαμαν ημικύκλιο.
Όρθιοι όλοι άκουγαν την φωνήν του υπάρχου:
«Η διαθήκη μου»
Πρυμναίος πύργος μέσα στον «Αβέρωφ».
Πώς περιμένω να ακούσω την πρώτη διαταγή: «εχθρός εν όψει». Μου κάνει κακό η ησυχία και η βουβαμάρα της ημέρας, έχω βαρεθή να βλέπω τα κλείστρα βιδωμένα στα κανόνια. Λοιπόν, αγαπητέ μου φίλε Ελευθερόπουλε, όταν αρχίση η ναυμαχία θα σε φιλήσω.
Αν γυρίσουμε στο πόρτο μας, στην Ιτιά, ζωντανοί, αφού θα έχουμε νικήσει, θα πάμε στον Άγιο Νικόλαο μαζί με την μητέρα, να ανάψουμε όλα τα καντήλια. Το έχω τάξει.
Αν σκοτωθώ και ζήσης εσύ, να μη σε στεναχωρήση, θα κάμης το ίδιο. Οι δύο είμαστε ένα, όλοι είμαστε Ελλάδα.
Θα σκουπίσης όσα δάκρυα μπορέσης της μητέρας μου και θα της πης ότι το παιδί της πέθανε αντάξια για την πατρίδα του. Θα πάρης μια κολαρίνα από το σάκκο μου. Θα την διπλώσης με μία φωτογραφία του «Αβέρωφ» μας, και θα την βάλης εις το εικονοστάσι του σπιτιού.
Όταν πηγαίνεις σπίτι θα στρέφης να την βλέπης, και θα θυμάσαι την τελευταία μας υπηρεσία.
Και ένα ακόμη.
Επάνω στο κανόνι θα δέσης την κορδέλλα του καπέλλου μου. Αυτά θέλω, φίλε. Μη με ξεχάσης.
Στα παιδιά, και τον αξιωματικό του πύργου μας, στην γενναία αυτή ομοχειρία τους ασπασμούς μου.
Τελειώνω το γράμμα μου ευχαριστημένος.
Σε χαιρετώ ο φίλος σου
Κ. Δοξαστής»
Στο σεβαστό πρόσωπο του Ναυάρχου μια ελαφρή χλωμάδα έδειχνε την συγκίνησι. Όλοι στο τέλος της διαθήκης στάθηκαν βουβοί, χωρίς να θέλουν.
«Τιμή στην Ελληνική γενηά». Το στόμα του Ναυάρχου πρόφερε αυτές τις λέξεις.
Σκυμμένοι όλοι χαιρέτησαν κι έφυγαν.
Όταν ανέβηκαν στο κατάστρωμα μετά από λίγη ώρα είδαν στο σωλήνα του κανονιού του πρυμναίου πύργου μια παληά κορδέλλα, σε πένθιμο φιόγγο...
‘Ηταν η κορδέλλα του πηληκίου του ναύτη Δοξαστή με τόνομα τού δοξασμένου καραβιού, γραμμένο με γράμματα χρυσά...
Σημαιοφόρος Φ.
(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ναυτική Ελλάς» Τον Φεβρουάριο του 1936. Αναδημ. τ. 951, σελ.20 Έκδοση της Ελληνικής Θαλάσσιας Ένωσης / ΓΕΝ, Δεκέμβριος 2012. Αναδημοσίευση στο Περί Αλός με την έγκριση της «ΕΘΕ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου