Μιχαήλ Κουτσόφτας, Ανδρέας Παναγίδης, Στέλιος Μαυρομάτης
Μιχαήλ
Κουτσόφτας
Ο Μιχαήλ
Κουτσόφτας, Έλληνας με Κυπριακή καταγωγή, μέλος και αγωνιστής της Ε.Ο.Κ.Α.-Εθνική Οργάνωσις Κυπρίων Αγωνιστών που πήρε
μέρος στον Κυπριακό αγώνα κατά την
περίοδο της Αγγλικής αποικιοκρατίας για Ένωση με την
Ελλάδα, γεννήθηκε στις 12
Νοεμβρίου 1934 στο χωριό Παλαιομέτοχο, της επαρχίας Λευκωσίας και απαγχονίστηκε από τις Αγγλικές δυνάμεις κατοχής της
Κύπρου στις 21 Σεπτεμβρίου 1956, στις Κεντρικές φυλακές Λευκωσίας, μαζί με τους συναγωνιστές του Ανδρέα Παναγίδη και
Στέλιο Μαυρομμάτη.
Τάφηκε στον περίβολο των Κεντρικών φυλακών, στο χώρο που αποκαλείται Φυλακισμένα
μνήματα.
Ήταν
παντρεμένος με την Ευγενία Κουτσόφτα, κόρη του Αριστείδη Χαραλάμπους, και δεν είχε αποκτήσει απογόνους.
Βιογραφία
Γονείς του ήταν
Ο Κυριάκος και η Ελένη Κουτσόφτα.
Είχε ακόμα πέντε αδέλφια, τον Κώστα, την Ολυμπιάδα, τον Πέτρο, την Άννα και την Παρασκευή, η οποία παρέμεινε
άγαμη και δεν απέκτησε απογόνους. Αποφοίτησε από το δημοτικό σχολείο Παλαιομετόχου, όπου και εργάστηκε ως οικοδόμος, όμως αργότερα
εγκαταστάθηκε κοντά στο θείο του στη Λευκωσία και εργαζόταν σε νηματουργείο ως
βαφέας.
Η Δράση στην ΕΟΚΑ
Εντάχθηκε στην ΕΟΚΑ και η ορκωμοσία του έγινε από τον τομεάρχη Κυριάκο Γωγάκη. Η πρώτη του δράση ήταν η ύψωση της ελληνικής
σημαίας στην κορυφή των ευκαλύπτων στο κέντρο του χωριού του, μαζί με το φίλο
του Ανδρέα
Παναγίδη, την οποία κατέβαζαν οι Άγγλοι. Ένα βράδυ μαζί
με τον Ανδρέα Παναγίδη,
έκοψαν τα κλαδιά των ευκαλύπτων, για να μη μπορούν οι στρατιώτες να κατεβάσουν
τη σημαία. Εγκατέλειψε την εργασία του και επιδόθηκε στην κατασκοπία των
Αγγλικών αεροπλάνων στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Στις 16 Μαΐου, έξι μέρες μετά την εκτέλεση του Μιχάλη Καραολή και
του Ανδρέα Δημητρίου,
αφού πέρασε από τον Παπά Λευτέρη και του ζήτησε να
σταθεί προστάτης της αδελφής του, αν τυχόν συλληφθεί, μαζί με τους Ανδρέα Παναγίδη και
Παρασκευά
Χοιροπούλη, στο χώρο του αεροδρομίου Λευκωσίας,
στο παρατηρητήριο «Όμηρος».
Στόχος τους ήταν να πάρουν τα όπλα που βρίσκονταν
εκεί και να απαγάγουν τον Άγγλο στρατιώτη που τα φρουρούσε, τον οποίο σκόπευαν
να ανταλλάξουν με το Χαρίλαο
Μιχαήλ ή τον Αντρέα
Ζάκο. Μέσα στο παρατηρητήριο, υπήρχαν δύο οπλίτες και
μετά από μάχη, τραυματίστηκε ο ένας και σκοτώθηκε ο Σμηνίας Πάτρικ Τζων Χέιλ. Προσπάθησαν να διαφύγουν, όμως πρώτος συνελήφθη ο
Ανδρέας Παναγίδης
και δέκα λεπτά αργότερα ο Κουτσόφτας,
ο οποίος αν και μπορούσε να διαφύγει, προτίμησε να μείνει και να βοηθήσει το
φίλο του που δεν μπορούσε να τον ακολουθήσει στη φυγή τους, ενώ δυόμισι ώρες
μετά, συνελήφθη ο Παρασκευάς
Χοιροπούλης, με τη βοήθεια ελικοπτέρου.
Δίκη-Καταδίκη & εκτέλεση
Αρχικά
οδηγήθηκε στον Άγιο Δομέτιο και στη συνέχεια φυλακίστηκε.
Δικάστηκε από τις 13
Ιουνίου και στις 18
Ιουνίου εκδόθηκε η δικαστική απόφαση, με την οποία καταδικάστηκε σε θάνατο με απαγχονισμό, όπως και ο Ανδρέας Παναγίδης, ενώ ο Παρασκευάς
Χοιροπούλης καταδικάστηκε σε ποινή ισόβιας καθείρξεως, λόγω
του ότι ήταν ανήλικος. Στις 23
Ιουλίου ζητήθηκε η έφεση τους που απορρίφθηκε, παρά τις
υπεράνθρωπες προσπάθειες των δικηγόρων τους, Μιχαλάκη
Τριανταφυλλίδη, Γλαύκου Κληρίδη, Ρένου Λυσιώτη και Τίτου Φάνου. Εκτελέστηκε με απαγχονισμό μισή
ώρα μετά τα μεσάνυχτα της της 21ης Σεπτεμβρίου 1956, μαζί με τους Στέλιο
Μαυρομάτη και Ανδρέα
Παναγίδη.
Ο Ανδρέας Παναγίδης, Έλληνας με
Κυπριακή καταγωγή, μέλος και αγωνιστής της Ε.Ο.Κ.Α.-Εθνική Οργάνωσις Κυπρίων Αγωνιστών που πήρε
μέρος στον Κυπριακό αγώνα κατά την περίοδο της Αγγλικής αποικιοκρατίας για
Ένωση με την Ελλάδα, γεννήθηκε στις 14 Νοεμβρίου 1934 στο χωριό Παλαιομέτοχο,
της επαρχίας Λευκωσίας και απαγχονίστηκε από τις Αγγλικές δυνάμεις κατοχής της
Κύπρου στις 21 Σεπτεμβρίου 1956, στις Κεντρικές φυλακές Λευκωσίας, μαζί με τους συναγωνιστές του Μιχαήλ
Κουτσόφτα και Στέλιο Μαυρομμάτη.
Τάφηκε στον περίβολο των Κεντρικών φυλακών, στο χώρο που αποκαλείται Φυλακισμένα
μνήματα.
Ήταν
παντρεμένος με τη Γιαννούλα Παναγίδη και από το γάμο του είχε
αποκτήσει τρία, ανήλικα όταν απαγχονίστηκε, παιδιά, ένα γιο τον Αριστείδη 4 χρονών, και δύο κορίτσια τη Δέσποινας
2 1/2 χρονών και την Αυγή σχεδόν ενός έτους.
Βιογραφία
Πατέρας του
ήταν ο Γρηγόρης Παναγή και μητέρα του η Δέσποινα Χατζηκυριάκου-Παναγή και είχε τρία αδέλφια, τη Μαρία, την Άννα και τον Κυριάκο .
Ολοκλήρωσε τα μαθήματα του δημοτικού σχολείου στο Παλαιομέτοχο
και εργαζόταν ως επιπλοποιός, όμως για ένα μικρό χρονικό διάστημα εργάστηκε σαν
μάγειρας στην κουζίνα της N.A.A.F.I. στο αεροδρόμιο Λευκωσίας.
Η Δράση στην ΕΟΚΑ
Εντάχθηκε στην ΕΟΚΑ και η ορκωμοσία του έγινε από τον
τομεάρχη Κυριάκο Γωγάκη. Μία από τις πρώτες του
δράσεις ήταν η ύψωση της ελληνικής σημαίας στην κορυφή των ευκαλύπτων στο
κέντρο του χωριού του, μαζί με το φίλο του Μιχαήλ Κουτσόφτα,
την οποία κατέβαζαν οι Άγγλοι. Ένα βράδυ μαζί με τον Κουτσόφτα, έκοψαν τα κλαδιά των ευκαλύπτων, για
να μη μπορούν οι στρατιώτες να κατεβάσουν τη σημαία. Σε έρευνα που διενήργησε Άγγλος στρατιώτης
στον τόπο της εργασίας του, βρήκε στην τσάντα του Παναγίδη
μια ελληνική σημαία και του ζήτησε να σκουπίσει με αυτή τα
παπούτσια του. Ο Παναγίδης
του επιτέθηκε και τον
χτύπησε άγρια, ενώ την επόμενη ημέρα 16
Μαΐου, έξι μέρες μετά την εκτέλεση του Μιχάλη Καραολή και του Ανδρέα Δημητρίου, μαζί με τους Μιχαήλ Κουτσόφτα και Παρασκευά Χοιροπούλη,
πήγαν στο χώρο του αεροδρομίου Λευκωσίας, στο παρατηρητήριο «Όμηρος».
( ΟΠΩΣ Ο ΚΟΥΤΣΟΦΤΑΣ )
Δίκη-Καταδίκη
& εκτέλεση
Αρχικά οδηγήθηκε στην Ομορφίτα και στη συνέχεια φυλακίστηκε. ( ΟΠΩΣ Ο ΚΟΥΤΣΟΦΤΑΣ )
Σε επιστολή που απηύθυνε στη σύζυγο και τα
παιδιά του έγραφε,
«Aξιολάτpευτά μου παιδιά, πολυαγαπημένη μου γυναίκα, Χαίρετε.
Αυτήν την στιγμήν που σας γράφω είναι Τρίτη, 10 η ώρα βράδυ. Ακριβώς πριν τρία λεπτά μας ειδοποίησαν ότι χαράματα της Παρασκευής 21.9.1956, θα εκτελεσθούμε. Ίσως, όταν διαβάζετε αυτό το γράμμα, εγώ να μην υπάρχω αναμεταξύ στους ζωντανούς.
Λατρευτά μου παιδιά, σας αφήνω για πάντα, στην τόσο νεαρή μου ηλικία. Στα 22 μου χρόνια πεθαίνω για χάρη μιας μεγάλης ιδέας. Σας εύχομαι, αγαπημένα μου παιδιά, να γινήτε καλοί Χριστιανοί και καλοί Έλληνες Κύπριοι. Ακολουθήστε πάντα τον δρόμο της αρετής. Να είσθε πάντα βέβαιοι ότι σας αγάπησα τόσο θερμά και με μια απέραντη πατρική αγάπη. Αλλά δυστυχώς σας αφήνω, χωρίς να σας δω να μεγαλώνετε, όπως το ονειρευόμουν… …
Κι εσύ, πολυαγαπημένη μου Γιαννούλα, σου ζητώ για τελευταία χάρη να περνάς καλά με τα παιδιά μας. Αγάπα τα θερμά, τόσο πολύ, και για μένα. Και εγώ από ψηλά θα σας στέλλω τις πιο θερμές μου ευχές. Και να σεβαστής και το δικό μου όνομα. Βλέπεις ότι η μοίρα θέλησε να μας πικράνει στα πρώτα χρόνια του γάμου μας. Αυτή τη στιγμή που σου γράφω, ένα χαμόγελο γλυκύ στολίζει τα χείλη μου, γιατί είμαι ευτυχισμένος που αφήνω τα παιδιά μου σε μια καλή μητέρα. Η ψυχή μου είναι γεμάτη μια αληθινή χαρά, γιατί είμαι υπερήφανος για σένα. Μη δώσεις καμιά ματιά στο παρελθόν, αλλά κοίταζε το παρόν. Σου ζητώ συγγνώμη και συγχώρεση για ό, τι σου έφταιξα Γιαννούλα. …Έχετε γεια, μια και για πάντα, αγαπημένες μου υπάρξεις.
Με φιλιά και αγάπη, ο σύζυγος σου και ο αγαπητός σας πατέρας Ανδρέας Σ. Παναγίδης».
«Aξιολάτpευτά μου παιδιά, πολυαγαπημένη μου γυναίκα, Χαίρετε.
Αυτήν την στιγμήν που σας γράφω είναι Τρίτη, 10 η ώρα βράδυ. Ακριβώς πριν τρία λεπτά μας ειδοποίησαν ότι χαράματα της Παρασκευής 21.9.1956, θα εκτελεσθούμε. Ίσως, όταν διαβάζετε αυτό το γράμμα, εγώ να μην υπάρχω αναμεταξύ στους ζωντανούς.
Λατρευτά μου παιδιά, σας αφήνω για πάντα, στην τόσο νεαρή μου ηλικία. Στα 22 μου χρόνια πεθαίνω για χάρη μιας μεγάλης ιδέας. Σας εύχομαι, αγαπημένα μου παιδιά, να γινήτε καλοί Χριστιανοί και καλοί Έλληνες Κύπριοι. Ακολουθήστε πάντα τον δρόμο της αρετής. Να είσθε πάντα βέβαιοι ότι σας αγάπησα τόσο θερμά και με μια απέραντη πατρική αγάπη. Αλλά δυστυχώς σας αφήνω, χωρίς να σας δω να μεγαλώνετε, όπως το ονειρευόμουν… …
Κι εσύ, πολυαγαπημένη μου Γιαννούλα, σου ζητώ για τελευταία χάρη να περνάς καλά με τα παιδιά μας. Αγάπα τα θερμά, τόσο πολύ, και για μένα. Και εγώ από ψηλά θα σας στέλλω τις πιο θερμές μου ευχές. Και να σεβαστής και το δικό μου όνομα. Βλέπεις ότι η μοίρα θέλησε να μας πικράνει στα πρώτα χρόνια του γάμου μας. Αυτή τη στιγμή που σου γράφω, ένα χαμόγελο γλυκύ στολίζει τα χείλη μου, γιατί είμαι ευτυχισμένος που αφήνω τα παιδιά μου σε μια καλή μητέρα. Η ψυχή μου είναι γεμάτη μια αληθινή χαρά, γιατί είμαι υπερήφανος για σένα. Μη δώσεις καμιά ματιά στο παρελθόν, αλλά κοίταζε το παρόν. Σου ζητώ συγγνώμη και συγχώρεση για ό, τι σου έφταιξα Γιαννούλα. …Έχετε γεια, μια και για πάντα, αγαπημένες μου υπάρξεις.
Με φιλιά και αγάπη, ο σύζυγος σου και ο αγαπητός σας πατέρας Ανδρέας Σ. Παναγίδης».
Στον αδελφό του έγραφε,
«...Περιμένουμε την ημέρα της εκτελέσεως
σαν άγια ώρα της ελευθερίας. Μάθε ακόμα ότι ο Ζάκος και οι άλλοι πέθαναν με
υπερηφάνεια. Τραγουδούσαν μισή ώρα πριν να εκτελεσθούν και τη ώρα της
εκτελέσεως φώναζαν υπέρ της Ελευθερίας», ενώ μόλις αντίκρισε τον Παρασκευά
Χοιροπούλη, που πήγε να τον αποχαιρετήσει, του είπε, «Παρασκευά, δεν θέλω να
μαραζώνεις διότι θα μας κρεμάσουν.{...}...Θέλω να πεις ότι δεν χάσαμε το θάρρος
μας, αλλά βαδίσαμε με το κεφάλι ψηλά προς την αγχόνην, διότι η Ελευθερία
χρειάζεται θυσίας. Πεθαίνω μόνο για ένα σκοπό. Δεν θα δω την Κύπρον ελεύθερη,
αλλά προσέφερα το αίμα μου για να την δουν οι νέες γενεές της Κύπρου ελεύθερη».
Εκτελέστηκε με απαγχονισμό μισή ώρα μετά τα
μεσάνυχτα της της 21ης Σεπτεμβρίου 1956,
μαζί με τους Στέλιο Μαυρομάτη και Μιχαήλ Κουτσόφτα.
Στέλιος
Μαυρομάτης
Ο Στυλιανός Μαυρομάτης, Έλληνας
με Κυπριακή καταγωγή, μέλος και αγωνιστής της Ε.Ο.Κ.Α.-Εθνική Οργάνωσις Κυπρίων Αγωνιστών που πήρε
μέρος στον Κυπριακό αγώνα κατά την περίοδο της Αγγλικής αποικιοκρατίας για
Ένωση με την Ελλάδα, γεννήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1932 στο χωριό (ο) Λάρνακας της Λαπήθου της επαρχίας Κερύνειας, στη ράχη του όρους
Πενταδάκτυλο και απαγχονίστηκε από τις Αγγλικές δυνάμεις κατοχής της Κύπρου
στις 21 Σεπτεμβρίου 1956, στις Κεντρικές φυλακές Λευκωσίας, μαζί με τους συναγωνιστές του Μιχαήλ Κουτσόφτα και
Ανδρέα Παναγίδη.
Τάφηκε στον περίβολο των Κεντρικών φυλακών, στο χώρο που αποκαλείται Φυλακισμένα
μνήματα.
Βιογραφία
Γονείς του ήταν
ο Χριστόφορος και η Ελένη
Μαυρομάτη, των οποίων ήταν ο πρωτότοκος γιος και είχε τρία μικρότερα
αδέλφια, τη Μαρία, την Ειρήνη
και τον Κώστα, ενώ ήταν δεύτερος εξάδελφος του
αγωνιστή Ευαγόρα Παλληκαρίδη.
Ολοκλήρωσε τα μαθήματα του Δημοτικού σχολείου στη γενέτειρα του και τα
Γυμνασιακά στην Εμπορική Σχολή Σαμουήλ στη Λευκωσία. Εργάστηκε για δυο χρόνια στον αγγλικό στρατό στην περιοχή
του Σουέζ και το 1954 επέστρεψε στην Κύπρο,
όπου εργάστηκε ως γραφέας, στο αγγλικό αεροδρόμιο της Λευκωσίας
μέχρι τη σύλληψή του. Ήταν μέλος της επιτροπής των σωματείων Σ.Ε.Κ. και Θ.Ο.Ι. στο χωριό του, στην ίδρυση των
οποίων πρωτοστάτησε ο πατέρας του.
Η Δράση στην ΕΟΚΑ
Εντάχθηκε στην ΕΟΚΑ από την πρώτη στιγμή και τα ξημερώματα
της 1ης Απριλίου 1955, συμμετείχε σε επιχείρηση δολιοφθοράς εναντίον
Αγγλικών αεροπλάνων στο αεροδρόμιο Λευκωσίας.
Συνέβαλε αποφασιστικά στη συλλογή κυνηγετικών όπλων από ιδιώτες και έδρασε
κυρίως στην περιοχή των οδών Λήδρας και Ονασαγόρου,
την οποία οι Άγγλοι είχαν ονομάσει «μίλι
του θανάτου». Στενοί συνεργάτες του στη μεταφορά και απόκρυψη
οπλισμού, καθώς και στη φιλοξενία και φυγάδευση καταζητουμένων αγωνιστών ήταν
και οι γονείς και τα αδέλφια του. Συμμετείχε σε ανεπιτυχή επίθεση, από κοινού
με τους Ανδρέα Παναγίδη και
Μιχαήλ Κουτσόφτα,
εναντίον του Βρετανού σμηνία Νόρμαλ Άλφρεντ και του αεροπόρου
Λώρενς Ληθ στην οδό Αγίου Παύλου στον Άγιο Δομέτιο
Λευκωσίας. Στη διαφυγή του παρεμποδίστηκε από Άγγλο κάτοικο και
συνελήφθη.
Δίκη-Καταδίκη & εκτέλεση
Φυλακίστηκε,
δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο. Μαζί τους συνελήφθη και ο Παρασκευάς
Χοιροπούλης, που καταδικάστηκε σε ποινή ισόβιας καθείρξεως, λόγω του
ότι ήταν ανήλικος. Ο Μαυρομάτης
αντιμετώπισε με τεράστιο ψυχικό σθένος την εκτέλεσή του, όπως προκύπτει από τις
επιστολές που έστειλε στους συγγενείς του, στη διάρκεια της κρατήσεως του. Όταν
έφτασε στην αγχόνη, φώναξε στους παριστάμενους Άγγλους εκπροσώπους, «Σκοτώστε με,
δεν σας φοβάμαι, είναι πολλοί πίσω μου που θα πάρουν το αίμα μου». Εκτελέστηκε με
απαγχονισμό μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα της της 21ης Σεπτεμβρίου 1956, μαζί με τους Ανδρέα Παναγίδη και
Μιχαήλ Κουτσόφτα.
Μετά την εκτέλεση του, στη διάρκεια ερευνών που διεξήγαγαν τα Αγγλικά
στρατεύματα κατοχής στο πατρικό του σπίτι, η 27χρονη αδελφή του Μαρία, πυροβολήθηκε στη σπονδυλική
στήλη από σφαίρα και έζησε το υπόλοιπο του βίου της σε αναπηρική καρέκλα.
Μνήμη Μαυρομάτη
Στην τελευταία
του επιστολή, την οποία απηύθυνε προς του γονείς και τα αδέλφια του έγραφε,
«Σεβαστοί μου γονείς, πολυαγαπημένες μου αδελφές και αδελφέ μου, Σας απευθύνω το τελευταίο μου γράμμα με την ελπίδα πως θα κατορθώσω να ρίξω λίγο βάλσαμο στην πονεμένη σας ψυχή. Τώρα που σας γράφω, ευρίσκομαι μέσα στο σκοτεινό κελί της φυλακής μου, περιμένοντας με θάρρος και υπομονή τον δήμιο ναρθή να με οδηγήσει στον τόπο της εκτελέσεως. Αισθάνομαι τον εαυτό μου ισχυρόν και γαλήνιον, γιατί έχω τον Χριστό μέσα μου και είμαι βέβαιος πως θα με βοηθήσει μέχρι τέλους. Η τελευταία μου επιθυμία που ζητώ από σας είναι: Να σταθήτε ψύχραιμοι μέχρι τέλους και να προσεύχεστε για μένα. Δεν θέλω ούτε μοιρολόγια ούτε θρήνους, παρά μόνο να ευχαριστείτε και να δοξάζετε το Θεό που με αγάπησε και θέλησε να με πάρει κοντά του. Θέλω να ξέρετε πως ο υιός και αδελφός σας πέθανε με το χαμόγελο στα χείλη, γιατί κράτησε μέχρι τέλους τον ιερόν όρκον που έδωσε να θυσιαστή χάριν της ελευθερίας της Κύπρου. Να είστε δε βέβαιοι πως γρήγορα θα ανατείλει το άστρον της Ελευθερίας και της δικαιοσύνης στο Νησί μας, τον ψυχρό δε και σκοτεινό χειμώνα των θλίψεων και δοκιμασιών θα επακολουθήσει η γλυκεία άνοιξης της γαλήνης και ευτυχίας. Θέλω να είστε υπερήφανοι γιατί ο υιός και αδελφός σας θυσιάστηκε για την κοινήν ελευθερία. Θυσιάστηκε γιατί θέλησε να χαρεί κι αυτός μαζί με όλους τους Έλληνες της Κύπρου το μεγαλύτερο δώρο που χάρισε ο Θεός στην ανθρωπότητα. Με αυτά, σεβαστοί μου γονείς και πολυαγαπημένες μου αδελφές και αδελφέ μου, κλείω το γράμμα μου και σας στέλνω τον τελευταίο θερμό μου ασπασμόν.
Σας γλυκοφιλώ
Ο υιός και αδελφός σας
ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΑΥΡΟΜΑΤΗΣ».
«Σεβαστοί μου γονείς, πολυαγαπημένες μου αδελφές και αδελφέ μου, Σας απευθύνω το τελευταίο μου γράμμα με την ελπίδα πως θα κατορθώσω να ρίξω λίγο βάλσαμο στην πονεμένη σας ψυχή. Τώρα που σας γράφω, ευρίσκομαι μέσα στο σκοτεινό κελί της φυλακής μου, περιμένοντας με θάρρος και υπομονή τον δήμιο ναρθή να με οδηγήσει στον τόπο της εκτελέσεως. Αισθάνομαι τον εαυτό μου ισχυρόν και γαλήνιον, γιατί έχω τον Χριστό μέσα μου και είμαι βέβαιος πως θα με βοηθήσει μέχρι τέλους. Η τελευταία μου επιθυμία που ζητώ από σας είναι: Να σταθήτε ψύχραιμοι μέχρι τέλους και να προσεύχεστε για μένα. Δεν θέλω ούτε μοιρολόγια ούτε θρήνους, παρά μόνο να ευχαριστείτε και να δοξάζετε το Θεό που με αγάπησε και θέλησε να με πάρει κοντά του. Θέλω να ξέρετε πως ο υιός και αδελφός σας πέθανε με το χαμόγελο στα χείλη, γιατί κράτησε μέχρι τέλους τον ιερόν όρκον που έδωσε να θυσιαστή χάριν της ελευθερίας της Κύπρου. Να είστε δε βέβαιοι πως γρήγορα θα ανατείλει το άστρον της Ελευθερίας και της δικαιοσύνης στο Νησί μας, τον ψυχρό δε και σκοτεινό χειμώνα των θλίψεων και δοκιμασιών θα επακολουθήσει η γλυκεία άνοιξης της γαλήνης και ευτυχίας. Θέλω να είστε υπερήφανοι γιατί ο υιός και αδελφός σας θυσιάστηκε για την κοινήν ελευθερία. Θυσιάστηκε γιατί θέλησε να χαρεί κι αυτός μαζί με όλους τους Έλληνες της Κύπρου το μεγαλύτερο δώρο που χάρισε ο Θεός στην ανθρωπότητα. Με αυτά, σεβαστοί μου γονείς και πολυαγαπημένες μου αδελφές και αδελφέ μου, κλείω το γράμμα μου και σας στέλνω τον τελευταίο θερμό μου ασπασμόν.
Σας γλυκοφιλώ
Ο υιός και αδελφός σας
ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΑΥΡΟΜΑΤΗΣ».
Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης,
που ως καταζητούμενος κρύβονταν στο σπίτι του Μαυρομάτη στο Λάρνακα κι αργότερα απαγχονίστηκε κι
αυτός από τους Άγγλους, έγραψε στις 21 Σεπτεμβρίου 1956 και αφιέρωσε στους Μαυρομάτη, Ανδρέα Παναγίδη και
Μιχαήλ Κουτσόφτα,
το ποίημα με τίτλο
«Το τελευταίο Τρίο απαγχονισμού».
«Γιατί μαυρίζει ο ουρανός κι ας
είναι καλοκαίρι
λες κι η αυγή κατάμαυρο χαμπάρι θα μας φέρει.
Και να! Χτυπούνε πένθιμα κάθε χωριού καμπάνες
κλαίνε μαζί τρεις μάνες, μαζί των κι όλη η γη.
Κι είναι γλυκό το κλάμα τους, από χαρά λες κλαίνε
λόγια Σουλιώτου λένε στην πένθιμη σιγή.
Ποτέ δε θα πεθάνουνε, όσοι πεθάναν σήμερα.
Και της σκλαβιάς τα σίδερα θα σπάσουν κάποια μέρα
και θ’ ακουστούν ελεύθερα τραγούδια πέρα ως πέρα
στο ελληνικό νησί».
λες κι η αυγή κατάμαυρο χαμπάρι θα μας φέρει.
Και να! Χτυπούνε πένθιμα κάθε χωριού καμπάνες
κλαίνε μαζί τρεις μάνες, μαζί των κι όλη η γη.
Κι είναι γλυκό το κλάμα τους, από χαρά λες κλαίνε
λόγια Σουλιώτου λένε στην πένθιμη σιγή.
Ποτέ δε θα πεθάνουνε, όσοι πεθάναν σήμερα.
Και της σκλαβιάς τα σίδερα θα σπάσουν κάποια μέρα
και θ’ ακουστούν ελεύθερα τραγούδια πέρα ως πέρα
στο ελληνικό νησί».
Τους στίχους έχει μελοποιήσει ο Μιχάλης Χριστοδουλίδης και είναι το τραγούδι «Ποτέ δεν θα πεθάνουνε» από
το δίσκο «Των Αθανάτων»,
σε ερμηνεία των Γιώργου Νταλάρα, «Διάσταση»
και Γιώργου Δημοσθένους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου