Στα 32.700 ευρώ τον μήνα ο μηνιαίος μισθός αξιωματούχων της ΕΕ
Newsroom
Η ανώτερη
κλίματα των αξιωματούχων της ΕΕ θα λαμβάνει περισσότερα από 20.000€ μηνιαία
αποζημίωση, για πρώτη φορά, μετά την αύξηση που αποφασίστηκε να ισχύσει
αναδρομικά από την 1η Ιουλίου. Η Κομισιόν υποστηρίζει ότι η αύξηση αυτή ήταν αναγκαία λόγω του ετήσιου
πληθωρισμού σε Βρυξέλλες και Λουξεμβούργο, ώστε η αμοιβή των αξιωματούχων να
ανταποκρίνεται στο κόστος ζωής. Είναι ενδεικτικό ότι ο πρόεδρος της
Κομισιόν, Ζαν – Κλοντ Γιουνκέρ και ο πρόεδρος του
Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ, θα λαμβάνουν
μισθούς αυξημένους κατά 550 ευρώ, με τον μηνιαίο μισθό τους να
κυμαίνεται στα 32.700 ευρώ.
Σύμφωνα με
πληροφορίες που αναφέρει η Telegraph, αυτό σημαίνει
ότι ο Ζαν Κλωντ Γιουνκέρ και ο Ντόναλντ Τουσκ θα αμείβονται με περίπου 32.700€ τον μήνα, αυξημένα κατά 550€, σε
σχέση με πριν. Αυτό σημαίνει ότι μόνο η αύξησή τους αντιστοιχεί σε
ένα ποσό λίγο πιο κάτω από τον κατώτατο μισθό, όταν κανείς απασχολείται με
πλήρες ωράριο.
Εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχολίασε πως αυτή η αύξηση ανταποκρίνεται μόνο εν μέρει στην αύξηση του κόστους ζωής στις Βρυξέλλες και το Λουξεμβούργο, όπου διαμένει το 80% των υπαλλήλων της ΕΕ. Η πλήρης δήλωση:
«Με δεδομένο τον ετήσιο πληθωρισμό στο 2,1% στις Βρυξέλλες και το Λουξεμβούργο, όπου διαμένει το 80% των αξιωματούχων της ΕΕ, αυτή η ονομαστική αύξηση του 1,5% στην πραγματικότητα θα σημαίνει μείωση της αγοραστικής τους δύναμης κατά 0,6%. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει αύξηση αυτό το έτος».
Η είδηση αυτή φαντάζει ακόμη πιο προκλητική αν τη συνδυάσει κανείς με τις φοροαπαλλαγές που προβλέπονται για τους ευρωπαίους αξιωματούχους.
Στο άρθρο 12, στο Πρωτόκολλο αριθμ. 7 ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΩΝ ΚΑΙ ΑΣΥΛΙΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ αναφέρεται ότι «Οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό απαλλάσσονται από την επιβολή εσωτερικών φόρων επί των αποδοχών, μισθών και λοιπών αμοιβών, που καταβάλλονται από την Ένωση».
Εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχολίασε πως αυτή η αύξηση ανταποκρίνεται μόνο εν μέρει στην αύξηση του κόστους ζωής στις Βρυξέλλες και το Λουξεμβούργο, όπου διαμένει το 80% των υπαλλήλων της ΕΕ. Η πλήρης δήλωση:
«Με δεδομένο τον ετήσιο πληθωρισμό στο 2,1% στις Βρυξέλλες και το Λουξεμβούργο, όπου διαμένει το 80% των αξιωματούχων της ΕΕ, αυτή η ονομαστική αύξηση του 1,5% στην πραγματικότητα θα σημαίνει μείωση της αγοραστικής τους δύναμης κατά 0,6%. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει αύξηση αυτό το έτος».
Η είδηση αυτή φαντάζει ακόμη πιο προκλητική αν τη συνδυάσει κανείς με τις φοροαπαλλαγές που προβλέπονται για τους ευρωπαίους αξιωματούχους.
Στο άρθρο 12, στο Πρωτόκολλο αριθμ. 7 ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΩΝ ΚΑΙ ΑΣΥΛΙΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ αναφέρεται ότι «Οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό απαλλάσσονται από την επιβολή εσωτερικών φόρων επί των αποδοχών, μισθών και λοιπών αμοιβών, που καταβάλλονται από την Ένωση».
Καταβάλλεται
φόρος υπέρ της Ένωσης «σύμφωνα με
τους όρους και τη διαδικασία που καθορίζονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και
το Συμβούλιο». Για τους φόρους αυτούς αναφέρεται ότι δεν είναι
βεβαίως μηδενικοί, όπως λέγεται κάποιες φορές, αλλά είναι πάντως χαμηλότεροι από τους αντίστοιχους
εθνικούς φόρους.
Με δεδομένο ότι έχουμε να κάνουμε με μισθούς που κυμαίνονται από 2.400-2.700 για γραμματειακές θέσεις, 4.500 για διοικητικές θέσεις, 7.300 για διευθυντές μεσαίας κλίμακας και ανεβαίνουν στις 18.000 για διευθυντές και 20.000 για επιτρόπους, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η σύγκριση είναι μάλλον προκλητική.
Σε έναν μισθό τόσο δυσθεώρητα υψηλό γίνεται αναπροσαρμογή με βάση τις τιμές, σαν να ανταποκρινόταν μια τέτοια αμοιβή σε οποιοδήποτε κόστος ζωής. Με δεδομένο ότι στα όργανα αυτά λαμβάνονται οικονομικές αποφάσεις που επηρεάζουν τη ζωή των χαμηλών στρωμάτων, ανθρώπων που όντως δεν μπορούν να καλύψουν βασικές ανάγκες τους, σκέφτεται κανείς ότι οι φωνές της κριτικής για την ανισότητα είναι εύλογες.
Με δεδομένο ότι έχουμε να κάνουμε με μισθούς που κυμαίνονται από 2.400-2.700 για γραμματειακές θέσεις, 4.500 για διοικητικές θέσεις, 7.300 για διευθυντές μεσαίας κλίμακας και ανεβαίνουν στις 18.000 για διευθυντές και 20.000 για επιτρόπους, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η σύγκριση είναι μάλλον προκλητική.
Σε έναν μισθό τόσο δυσθεώρητα υψηλό γίνεται αναπροσαρμογή με βάση τις τιμές, σαν να ανταποκρινόταν μια τέτοια αμοιβή σε οποιοδήποτε κόστος ζωής. Με δεδομένο ότι στα όργανα αυτά λαμβάνονται οικονομικές αποφάσεις που επηρεάζουν τη ζωή των χαμηλών στρωμάτων, ανθρώπων που όντως δεν μπορούν να καλύψουν βασικές ανάγκες τους, σκέφτεται κανείς ότι οι φωνές της κριτικής για την ανισότητα είναι εύλογες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου