ΑΙΣΩΠΟΥ ΜΥΘΟΙ
ΑΙΣΩΠΟΥ ΜΥΘΟΙ 253. Ο ληστής και η μουριά.
Ένας ληστής, μια μέρα που
παραφύλαγε στο δρόμο, είδε από μακριά να 'ρχεται ένας άνθρωπος που, από τη
φορεσιά του, φαινόταν πολύ πλούσιος.
«Αυτός θα
'χει πολλά χρήματα απάνω του!» μουρμούρισε ο ληστής.
Και, μόλις ο άνθρωπος εκείνος πλησίασε κοντά του, ο ληστής πήδησε απάνω
του, τον σκότωσε κι ετοιμάστηκε να τον ληστέψει.
Αλλά δεν πρόφτασε, γιατί, λίγο πιο πάνω από τον άγνωστο, έρχονταν κι
άλλοι άνθρωποι. Κι έτσι ο ληστής αναγκάστηκε να το βάλει στα πόδια, βουτηγμένος
στο αιμα του δύστυχου εκείνου.
Όταν οι άλλοι άνθρωποι πήγαν κοντά κι είδαν το σκοτωμένο, κατάλαβαν πως
ο φονιάς του θα ήταν εκείνος που έτρεχε, μακριά, στην άλλη άκρη του δρόμου.
Άρχισαν λοιπόν να τον κυνηγούνε, φωνάζοντας:
«Πιάστε το φονιά! Πιάστε το φονιά!»
Στο μεταξύ, από τα διπλανά δρομάκια, ακούγοντας εκείνες τις φωνές,
έτρεχαν κι άλλοι άνθρωποι.
Ο
κακούργος, βλέποντας ότι κινδύνευε να πιαστεί, άρχισε κι αυτός να φωνάζει,
καθώς έτρεχε, όσο πιο γρήγορα μπορούσε:
«Πιάστε το
φονιά! Πιάστε το φονιά!»
Ένας – δυο που ήταν πολύ κοντά του, τον ρώτησαν:
«Τι συμβαίνει;»
«Κάποιος σκότωσε έναν άνθρωπο και τώρα τον κυνηγούμε»,
αποκρίθηκε ο φονιάς.
«Και συ γιατί είσαι καταματωμένος;»
«Δεν είναι αίματα, αυτά που βλέπετε απάνω μου»,
τους εξήγησε ο κακούργος. «Είχα ανέβει σε μια
μάντρα κι έτρωγα μούρα και το ζουμί τους μου έβαψε τα ρούχα και τα χέρια.»
Αυτοί τον πίστεψαν και θα τον άφηναν να φύγει, αλλ' εκείνη τη στιγμή
έφτασαν κι οι άλλοι, που τον κυνηγούσαν, κι έπεσαν απάνω του.
«Αυτός είναι ο φονιάς!» φώναξαν.
Ο
κακούργος έτρεμε από το φόβο του, αλλά δεν μπορούσε πια να ξεφύγει, γιατί
είκοσι άνθρωποι τουλάχιστον είχανε πέσει απάνω του και τον κρατούσαν γερά.
«Θάνατος στο φονιά!» φώναζαν.
Κάποιος πρότεινε να τον καρφώσουν σ' ένα δέντρο κι εκεί να τον αφήσουν
να πεθάνει από την εξάντληση.
Δίπλα στο δρόμο, ήτανε μια μεγάλη μουριά και, στον κορμό της, κάρφωσαν
τον κακούργο κι έφυγαν.
Η
μουριά όμως είχε ακούσει τι έλεγε πριν λίγο ο φονιάς, κι όταν οι άλλοι έφυγαν,
έγειρε τα κλαδιά της και του είπε:
«Χαίρομαι
που βοηθάω για να πεθάνεις, επειδή έχυσες αίμα κι ήθελες να το ρίξεις απάνω
μου!».
Ελεύθερη απόδοση. Ανδρέας Μελεζιάδης
***************************************************************
Λῃστὴς καὶ συκάμινος
Λῃστὴς ἐν ὁδῷ τινα ἀποκτείνας, ἐπειδὴ ὑπὸ τῶν
παρατυχόντων ἐδιώκετο, καταλιπὼν αὐτὸν ᾑμαγμένον, ἔφευγε.
Τῶν δὲ ἀντικρὺς ὁδευόντων πυνθανομένων αὐτοῦ
τίνι μεμελυσμένας ἔχει τὰς χεῖρας, ἔλεγεν ἀπὸ συκαμίνου νεωστὶ καταβεβηκέναι.
Καὶ ὡς ταῦτα ἔλεγεν, οἱ διώκοντες αὐτὸν ἐπελθόντες
καὶ συλλαβόντες ἀπό τινος συκαμίνου ἀνεσταύρωσαν.
Ἡ δὲ ἔφη πρὸς αὐτόν·
«Ἀλλ᾿
ἔγωγε οὐκ ἄχθομαι πρὸς τὸν σὸν θάνατον ὑπηρετοῦσα· καὶ γὰρ ὃν αὐτὸς φόνον ἀπειργάσω,
τοῦτον εἰς ἐμὲ ἀπεμάττου.»
Ο ΜΥΘΟΣ ΜΑΣ ΔΙΔΑΣΚΕΙ ΟΤΙ…
Οὕτω πολλάκις
καὶ οἱ φύσει χρηστοί, ὅταν ὑπ᾿ ἐνίων ὡς φαῦλοι διαβάλλωνται, κατ᾿ αὐτῶν
πονηρεύεσθαι οὐκ ὀκνοῦσιν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου