Σφαγή στο Μπεσλάν ( 1 Σεπτεμβρίου 2004 )
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη
εγκυκλοπαίδεια
Ως Σφαγή
στο Μπεσλάν είναι γνωστή η
δολοφονία τουλάχιστον 385 ανθρώπων σε σχολείο του Μπεσλάν, το Σεπτέμβριο του
2004.
Την 1η Σεπτεμβρίου του 2004 μια ομάδα τρομοκρατών, την οποία αποτελούσαν κυρίως άτομα από την
Ινγκουσετία και
την Τσετσενία, και
οποίοι είχαν σταλεί από τον Τσετσένο οπλαρχηγό Σαμήλ
Μπασάγεφ που απαιτούσε το τέλος του πολέμου στην Τσετσενία,
κατέλαβε ένα δημοτικό σχολείο στο Μπεσλάν [School Number One (SNO)], στη Βόρεια Οσετία,
και πήρε ομήρους περισσότερους από 1,100
ανθρώπους. Στις 3
Σεπτεμβρίου, και ενώ
συνεχιζόταν η ομηρία, δυνάμεις ασφαλείας της Ρωσίας εισέβαλαν στο σχολείο
χρησιμοποιώντας βαρύ οπλισμό. Το σχολείο συγκλονίστηκε από σειρά εκρήξεων και
τυλίχθηκε στις φλόγες και ακολούθησε μάχη μεταξύ των απαγωγέων και των ρωσικών
δυνάμεων με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους εκατοντάδες όμηροι και πολλοί
άλλοι να τραυματιστούν. Η τραγωδία είχε ποικίλλες επιπτώσεις στη Ρωσία και οδήγησε σε σειρά
αλλαγών σε ομοσπονδιακό επίπεδο με τις οποίες ενισχύθηκαν οι εξουσίες του
Κρεμλίνου και του Ρώσου προέδρου και οι οποίες σύμφωνα με την αμερικανική μη
κυβερνητική οργάνωση Freedom House, μετέτρεψαν τη Ρωσία σε ένα ανελεύθερο αυταρχικό κράτος. Ακόμα και σήμερα δεν είναι σαφές πόσοι ήταν οι
τρομοκράτες και αν κάποιοι κατάφεραν να ξεφύγουν, ούτε πως σχεδίαστηκε η
επίθεση ενώ υπάρχουν και ερωτηματικά αναφορικά με τη διαχείριση της κρίσης από
την κυβέρνηση και το περιεχόμενο των διαπραγματεύσεων με τους τρομοκράτες.
Έντονη ήταν επίσης η κριτική που ασκήθηκε στη ρωσική κυβέρνηση για
παραπληροφόρηση και λογοκρισία των μέσων ενημέρωσης καθώς και για πιέσεις που
ασκήθηκαν στους δημοσιογράφους που έφτασαν στην πόλη για να καλύψουν το γεγονός
και για τη χρήση από την πλευρά των κυβερνητικών δυνάμεων υπερβολικής βίας.
Κατάληψη του σχολείου και έναρξη της ομηρίας
Το SNO ήταν ένα από τα εφτά σχολεία του Μπεσλάν, μιας πόλης 35,000 κατοίκων, στην
αυτόνομη δημοκρατία της Βόρειας Οσετίας,
στον Καύκασο και βρισκόταν στην
οδό Comintern ακριβώς δίπλα στον αστυνομικό σταθμό της περιοχής. Είχε περίπου 60 δασκάλους και περισσότερους από 800 μαθητές. Την 1η Σεπτεμβρίου του 2004 στο σχολείο βρισκόταν μεγάλος αριθμός
ανθρώπων, μεγαλύτερος από τις υπόλοιπες μέρες, καθώς την ημέρα αυτή, που είναι
γνωστή στη Ρωσία ως Ημέρα της Γνώσης,
τα παιδιά συνοδευόμενα από τους γονείς και άλλους συγγενείς παρακολουθούν εκδηλώσεις
που γίνονται στα σχολεία τους για την έναρξη της σχολικής χρονιάς.
Νωρίς το πρωί μια ομάδα βαριά οπλισμένων
αυτονομιστών ανταρτών, που φορούσαν στρατιωτικές στολές και μαύρες κουκούλες,
και ορισμένοι ήταν ζωσμένοι με εκρηκτικά, ξεκίνησε από το δάσος κοντά στο χωριό
Πσεντάχ που βρίσκεται στη γειτονική
δημοκρατία της Ιγκουσετίας. Στο δρόμο
προς το Μπεσλάν κοντά στο χωριό Khurikau, έπιασαν έναν Ιγκουσέτιο αστυνομικό,
τον Μάτζορ Σουλτάν Γκουράζεφ, ο οποίος
κατάφερε αργότερα να ξεφύγει και πήγε στην αστυνομία για να ενημερώσει ότι του
είχαν αφαιρέσει το υπηρεσιακό του όπλο και το σήμα του.
Στις 9 και 10 τοπική
ώρα οι ένοπλοι έφτασαν στο Μπεσλάν με
ένα GAZelle βαν της αστυνομίας και ένα GAZ-66 στρατιωτικό φορτηγό. Σύμφωνα με
μάρτυρες και ανεξάρτητους ειδικούς υπήρχαν δύο ομάδες ενόπλων: η πρώτη
βρισκόταν ήδη στο σχολείο όταν η δεύτερη έφτασε με φορτηγό. Στην αρχή ορισμένοι
στο σχολείο πίστεψαν ότι οι ένοπλοι ανήκαν στις Ρωσικές δυνάμεις και ότι έκαναν
άσκηση ετοιμότητας. Οι τρομοκράτες άρχισαν να πυροβολούν στον αέρα και
ανάγκασαν τον κόσμο να μπει στο σχολείο. Κατά τη διάρκεια του αρχικού χάους
γύρω στα 50 άτομα κατάφεραν να διαφύγουν και ειδοποίησαν τις αρχές για την
εισβολή των ενόπλων στο σχολείο ενώ άλλοι κρύφτηκαν στο χώρο που βρισκόταν ο καυστήρας.
Ακολούθησε ανταλλαγή
πυρών με την αστυνομία και ντόπιους που είχαν όπλα, κατά την οποία,
σύμφωνα με αναφορές, τουλάχιστον ένας από
τους τρομοκράτες σκοτώθηκε και άλλοι δύο τραυματίστηκαν. Αρχικά η
κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι οι όμηροι ήταν 200 με 400 άτομα αν και ο αριθμός τους ξεπερνούσε τους 1000. Το 2005 αναφέρθηκε ότι οι
όμηροι ήταν 1125.
Αφού οι ένοπλοι υποχρέωσαν γονείς και
συγγενείς μαθητών, πολλά παιδιά και εργαζόμενους στο σχολείο να μπουν στο
κτίριο, τους έκλεισαν στο 10 μέτρων πλάτους και 25 μέτρων μήκους γυμναστήριο,
και, απειλώντας ότι θα τους σκοτώσουν, τους κατέσχεσαν τα κινητά και τους
διέταξαν να μιλούν μόνο Ρωσικά και μόνο αν τους μιλούσαν οι ίδιοι πιο πριν.
Ένας γονιός ο Ρουσλάν
Μπετροσόφ για να ηρεμήσει τους ομήρους μετέφρασε τους κανόνες στην
Οσετική γλώσσα. Τότε
ένας από τους τρομοκράτες τον πλησίασε, τον ρώτησε αν μίλησε στα Οσετικά και
στη συνέχεια τον σκότωσε πυροβολώντας τον στο κεφάλι. Ένας άλλος
γονέας, ο Βαντίμ Μπολόγιεφ, επίσης πυροβολήθηκε από τους τρομοκράτες
και πέθανε λίγο αργότερα, επειδή αρνήθηκε να γονατίσει όπως τον είχαν διατάξει.
Έπειτα οι ένοπλοι διάλεξαν περίπου 20 από
τους πιο δυνατούς ενήλικες άντρες ομήρους, που ίσως θεώρησαν ότι θα μπορούσαν
να αποτελέσουν για αυτούς απειλή, και τους μετέφεραν στο διάδρομο δίπλα στην
καφετέρια στο δευτέρο ορόφο. Λίγο αργότερα από το μέρος αυτό του σχολείου
ακούστηκε μια έκρηξη. Πιθανολογείται ότι εξερράγησαν τα εκρηκτικά που έφερε στη
ζώνη της μια από της γυναικές που συμμετείχαν στην κατάληψη του κτιρίου, με
αποτέλεσμα να σκοτωθεί η ίδια, μια ακόμη γυναικά και ένας άνδρας από τους
τρομοκράτες (έχει ειπωθεί επίσης ότι η δεύτερη γυναίκα
έφερε τραύμα από σφαίρα) καθώς
και αρκετοί από τους ομήρους που είχαν οδηγηθεί στο σημείο.
Σύμφωνα με την εκδοχή του επιζήσαντος
τρομοκράτη η έκρηξη προκλήθηκε από τον επικεφαλής των τρομοκρατών (αναφέρθηκε
ως Πολκοβνίκ-Συνταγματάρχης), ο οποίος πυροδότησε τα εκρηκτικά
με τηλεχειρισμό προκειμένου να σκοτώσει όποιον διαφωνούσε ανοιχτά με την ομηρία
παιδιών και να τρομοκρατήσει όλους εκείνους που ενδεχομένως θα σκέφτονταν να
αμφισβητήσουν τις πρακτικές του.
Οι
όμηροι που γλύτωσαν από την έκρηξη διατάχθηκαν να ξαπλώσουν στο πάτωμα και εκτελέστηκαν από
έναν από τους τρομοκράτες. Γλύτωσε
μόνο ένας ο εικονολήπτης της ποδοσφαιρικής ομάδας της Alania Karen Mdinaradze, τον οποίο όταν οι ένολποι τον ανακάλυψαν
ζωντανό ανάμεσα στις σορούς των υπολοίπων του επέτρεψαν να επιστρέψει στο
γυμναστήριο όπου έχασε τις αισθήσεις του. Ακολούθως ανάγκασαν ορισμένους από
τους άλλους ομήρους που ήταν στο γυμναστήριο να μεταφέρουν τα πτώματα έξω από
το κτίριο και να καθαρίσουν το πάτωμα από τα αίματα.
Μεταξύ των ομήρων αυτών ήταν και ο Ασλάν Κουντζάγιεφ, ο οποίος κατάφερε να
δραπέτευσει πηδώντας έξω από το παράθυρο, για να κρατηθεί στη συνέχεια για λίγο
χρονικό διάστημα από τις ρωσικές αρχές που πίστεψαν ότι επρόκειτο για έναν από
τους τρομοκράτες.
Στη
συνέχεια έβαλαν νάρκες με αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς (IEDs τόσο στο
γυμναστήριο όσο και στο υπόλοιπο κτίριο και απείλησαν ότι για κάθε έναν από αυτούς που θα σκότωνε η αστυνομία
θα σκότωναν 50 ομήρους και για κάθε έναν που θα τραυματιζόταν 20 και ότι θα
ανατίναζαν το σχολείο αν οι κυβερνητικές δυναμείς επιτίθεντο.
Για να αποφύγουν επίθεση των ρωσικών
δυνάμεων με αέρια όπως είχε συμβεί το 2002 στην
υπόθεση ομηρίας σε θέατρο της Μόσχας, έσπασαν τα τζάμια του σχολείου. Επίσης
δεν άφηναν τους ομήρους να φάνε και να πιούν νερό, λέγοντας ότι συμμετέχουν
στην απεργία πείνας που έκαναν οι ίδιοι, μέχρι ο πρόεδρος της Βόρειας Οσετίας Αλεξάντερ
Ντζασόχοφ να φτάσει στο σχολείο για να διαπραγματευτεί μαζί τους. Όμως η
FSB δημιούργησε τη δική της ομάδα για την αντιμετώπιση της κρίσης και απείλησε
να συλλάβει τον Ντζασόχοφ αν
προσπαθούσε να πάει στο σχολείο.
Οι τρομοκράτες ζήτησαν να διαπραγματευτούν
και με τον Λεονίντ Ροσάλ, έναν
παιδίατρο ο οποίος είχε συμμετάσχει και στις διαπραγματεύσεις για την
απελευθέρωση των ομήρων στο θέατρο της Μόσχας το 2002 και είχε τιμηθεί με το
βραβείο Ήρωας της Ρωσίας.
Σύμφωνα όμως με μάρτυρες οι Ρώσοι διαπραγματευτές μπέρδεψαν τον Ροσάλ με έναν ανώτερο υπάλληλο ασφαλείας, τον
Βλαντιμίρ Ρουσάϊλο.
Αν και η ρωσική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι δε
θα χρησιμοποιούσε βία για να σώσει τους ομήρους και ξεκίνησε διαπραγματεύσεις
με τους ενόπλους προκειμένου να επιλυθεί ειρηνικά η κρίση, σύμφωνα με την
αναφορά του Σαβέλγιεφ, την ώρα που οι
επικεφαλής των διαπραγματεύσεων προσπαθούσαν να διαπραγματευτούν με τους
ενόπλους, πράκτορες της FSB προετοιμάζονταν για επίθεση.
Από την έναρξη της ομηρίας, γύρω από το σχολείο
είχαν αναπτυχθεί δυνάμεις της ρωσικής αστυνομίας (μιλίτσιγια), των Internal Troops και
του ρωσικού στρατού. Επίσης οι ειδικές δυνάμεις Alfa
και Vympel που υπάγονται στο
Ομοσπονδιακές Δυνάμεις Ασφαλείας την Ρωσικής Ομοσπονδίας (Federal
Security Service of the Russian Federation-FSB) και οι ειδικές δυνάμεις OMON του Ρωσικού Υπουργείου Εσωτερικών
Υποθέσεων(Russian Ministry of Internal Affairs)(MVD) έλαβαν θέσεις στα διαμερίσματα τριών
κτιρίων που έβλεπαν στο σχολείο και τα οποία είχαν εκκενωθεί. Όμως και παρά την
προηγούμενη εμπειρία από την κρίση με τους ομήρους σε θέατρο της Μόσχας το 2002
λίγα νοσοκομειακά ήταν
σε ετοιμότητα και δεν υπήρχαν πυροσβεστικά και άλλος πυροσβεστικός εξοπλισμός.
Την κατάσταση δε επιδείνωνε η παρουσία ενόπλων πολιτών ανάμεσα στο πλήθος των συγγενών
που είχε συγκεντρωθεί στο σημείο (υπολογίζεται ότι γύρω από το
σχολείο ήταν τουλάχιστον 5,000 άτομα).
Το απόγευμα της 1ης Σεπτεμβρίου, ύστερα από αίτημα της Ρωσίας, συγκλήθηκε το
Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και
τα μέλη του απαίτησαν «την άμεση και χωρίς
όρους απελευθέρωση όλων των ομήρων» ο δε πρόεδρος των Η.Π.Α Τζορτζ Μπους με ανακοίνωση του δήλωσε την
υποστήριξη του προς τη Ρωσία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου