Σύμφωνο Βενιζέλου - Τιττόνι
Από τη Βικιπαίδεια,
Το Σύμφωνο
Βενιζέλου - Τιττόνι λεγόμενο και Συμφωνία
Βενιζέλου - Τιττόνι ήταν μια ειδική συμφωνία μεταξύ του Πρωθυπουργού της Ελλάδος Ελ. Βενιζέλου
και του Υπουργού Εξωτερικών της Ιταλίας Τομάζο Τιττόνι,
εξ ων και η ονομασία, που αφορούσε διμερή "μυστική" συμφωνία μεταξύ
Ελλάδος και Ιταλίας και που συνομολογήθηκε στις 29 Ιουλίου του 1919 στις Σέβρες
της Γαλλίας, στα πλαίσια της Συνδιάσκεψης Ειρήνης των Παρισίων (1919).
Το σύμφωνο αυτό αφορούσε διάφορα θέματα στο
χώρο της Μεσογείου καθώς και της Βαλκανικής χερσονήσου. Σύμφωνα μ΄ αυτό συνομολογήθηκαν τα ακόλουθα βασικά σημεία:
Εκ μέρους της Ιταλίας
Εκ μέρους της Ιταλίας
1. Η Ιταλία εγκαταλείπει τις επιφυλάξεις της που είχε εγείρει στη
διάρκεια της Συνδιάσκεψης Ειρήνης των Παρισίων
(Μάρτιος 1919) και αναλαμβάνει την υποχρέωση να υποστηρίξει
τις ελληνικές αξιώσεις για τη Βόρεια Ήπειρο καθώς και για την Κορυτσά.
2. Η Ιταλία παραχωρεί στην Ελλάδα την
κυριαρχία των υπ΄ αυτής κατεχομένων νήσων της Δωδεκανήσου, εκτός της Ρόδου,
για την οποία προβλέπεται να διενεργηθεί δημοψήφισμα, όταν η Αγγλία θα εκχωρήσει στην Ελλάδα την Κύπρο.
Εκ μέρους της Ελλάδος
1. Η Ελλάδα αναλαμβάνει την υποχρέωση της υποστήριξης των ιταλικών
αξιώσεων περί της οριστικής προσάρτησης του
Αυλώνα (Αλβανίας) και την αποκατάσταση του ιταλικού προτεκτοράτου επί του συνόλου του αλβανικού εδάφους,
υπό τύπο διεθνούς εντολής, καθώς και τη παραχώρηση ελεύθερης ζώνης στον λιμένα της Σμύρνης.
2. Η Ελλάδα παραιτείται επίσης, υπέρ της Ιταλίας, των διεκδικήσεών της
επί των Σανζακίων της Μικράς Ασίας του Αϊδινίου και του Μεντεσέ καθώς και επί της
κοιλάδας του Μαίανδρου όπου ο ελληνικός
στρατός τα κατείχε κατά το ήμισυ. Συγκεκριμένα στο σημείο αυτό καθορίσθηκε μια
διαχωριστική χωροταξική γραμμή διεκδικήσεων.
Αμφότερα δε τα μέρη αποφασίζουν την διαρκή ουδετερότητα των Στενών της Κέρκυρας,
με όλους τους συνεπαγόμενους επ΄ αυτού, σε βάρος της Ελλάδας, περιορισμούς.
Βασικό
μειονέκτημα αυτού του συμφώνου αποτέλεσε το άρθρο 10 σύμφωνα
με το οποίο προβλεπόταν η επικύρωσή της καθώς και η επίσημη κατάθεση αυτής να
γινόταν στο Παρίσι ταυτόχρονα με
την κατάθεση των επικυρώσεων της Συνθήκης
Ειρήνης με την Τουρκία, έτσι ώστε να συμπέσει η έναρξη εφαρμογής της με
εκείνη της Συνθήκης Ειρήνης. Αυτή όμως η συσχέτιση υπήρξε τελικά και η αιτία
της μηδέποτε στη πράξη εφαρμογής της, παρόλο που είχε ορισθεί ακόμα ότι σε
περίπτωση που οι αξιώσεις της Ιταλίας στη Μικρά Ασία δεν ευοδώσουν δεν θα έφερε
καμία δέσμευση επί των σημείων του συμφώνου που την αφορούσαν. Βάσει όμως των
παραπάνω η συμφωνία αυτή χαρακτηρίσθηκε μυστική.
Πάντως Αμερικανο-Αγγλο-Γαλλικό
"memorandum" στις 9 Δεκεμβρίου 1919 φέρεται να υιοθέτησε τα σημεία της Συμφωνίας αυτής.
Και ενώ συνεχίζονταν οι εργασίες (λεπτομέρειες)
για τα περί της Συνθήκης Ειρήνης, στις 15 Ιανουαρίου του 1920 ο Ε. Βενιζέλος προβαίνει στη δημόσια
αποκάλυψη (δήλωση)
του Συμφώνου αυτού στο Ανώτατο Συμβούλιο
των Συμμάχων στο Παρίσι όπου και την επομένη η Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου
γνωστοποιεί πλέον την απόφασή της ως προς την Βόρεια Ήπειρο επί τη βάσει ότι:
"...κοινά συμφέροντα απαιτούν σταθεράν φιλίαν και
συνεργασίαν εις την Βαλκανικήν και την Ανατολικήν Μεσόγειον μεταξύ της Ιταλίας
και της Ελλάδος, χωρίς η συμφωνία αυτή να δύναται να στραφή ούτε κατά των
Δυτικών Δυνάμεων, ούτε κατά της Σερβίας" (κατά το κείμενο
τηλεγραφήματος που έστειλε ο Ε. Βενιζέλος).
Όμως άλλη τροπή παίρνουν τα πράγματα στην
Ιταλία. Στις 22 Ιουλίου του 1920, αιφνίδια, ο νέος υπουργός Εξωτερικών της
Ιταλίας, ο Κάρολος Σφόρτσα
προσκαλεί τον Έλληνα πρέσβη στη Ρώμη Λ. Κορομηλά
στον οποίο και επέδωσε σχετική Διακοίνωση προς την
Ελληνική Κυβέρνηση όπου σύμφωνα με την οποία:
"...Η περί της
Μικράς Ασίας απόφασις των Συμμάχων και αι διαβεβαιώσεις των εθνικοφρόνων του
Αλβανικού λαού εδημιούργησαν δια την Ιταλικήν Κυβέρνησιν την ανάγκην να
τροποποιήση τους σκοπούς της τους οποίους προετίθετο να επιτύχη και καθορίση
νέαν πολιτικήν αναφορικώς προς την περιφρούρησιν των συμφερόντων της εις τας
Χώρας αυτάς. Ούτως εχόντων των πραγμάτων η απόφασις η ληφθείσα ως βάσις της
μεταξύ των δύο υπουργών των Εξωτερικών της Ιταλίας και της Ελλάδος, προς
καθορισμόν εκ συμφώνου της τηρητέας κατευθύνσεως ευρέθη
ουσιαστικώς μεταβληθείσα. Επομένως κατά τα καθορισθέντα ρητώς εις το άρθρον 7 της
Συμφωνίας ταύτης, η Ιταλία αναλαμβάνει την πλήρη αυτής ελευθερίαν δράσεως ως
προς όλα τα σημεία περί των οποίων η Συμφωνία αυτή πραγματεύεται. Εν τούτοις
η Ιταλική Κυβέρνησις εξακολουθεί διαπνεομένη υπό της αυτής εγκαρδίου επιθυμίας
προς συνεννόησιν επί των αμοιβαίων συμφερόντων, δεν αμφιβάλλει δε ότι και η
Ελληνική Κυβέρνησις διαπνέεται υπό της αυτής επιθυμίας. Ελπίζει δε ότι
εξετάζουσα εκ συμφώνου την νέαν κατάστασιν, θέλει φθάσει εις συνεννόησιν
ικανοποιητικήν, υποκειμενική εις τινας όρους. Η παρούσα ανακοίνωσις,
αναφερομένη εις συνεννόησιν, η οποία όπως συνεφωνήθη πρέπει να μείνη μυστική,
πρέπει να θεωρηθή απόρρητος."
Επι των παραπάνω φέρεται επίσης ο Σφόρτσα να είχε δηλώσει με έντονο κυνισμό: "Όταν ανήλθον εις την εξουσίαν τον Ιούλιον
του 1920 και έλαβον γνώσιν της ανωτέρω Συμφωνίας, την οποίαν ο Τιττόνι ετήρει
μυστικήν, δεν ηδυνήθην να εννοήσω εις τι θα εχρησίμευεν εις την Ιταλίαν η
Συμφωνία αυτή. Δεικνύων ολίγην έλλειψιν μετριοφροσύνης, εθεώρησα τουλάχιστον ως
απρεπές δια μίαν Μεγάλην Δύναμιν όπως η Ιταλία, ότι υπέγραψε μίαν Συμφωνίαν
τοιαύτην: ότι η Ελλάς θα υπεστήριζε, παν ουσιώδες συμφέρον της Ιταλίας εις την
Αλβανίαν...".
Επίσημα η Συνθήκη
αυτή καταγγέλθηκε εκ μέρους της Ιταλίας στις 25 Αυγούστου του 1922, βάσει του κατά το άρθρο 7, παρεχομένου
δικαιώματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου