ΕΠΕΤΕΙΑΚΑ
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι
Από τη Βικιπαίδεια,
Ο Φιόντορ
Μιχάηλοβιτς Ντοστογιέφσκι (ρωσ.: Фёдор Михайлович Достоевский, ΔΦΑ [ˈfʲodər mʲɪˈxajləvʲɪt͡ɕ dəstɐˈjefskʲɪj] 11 Νοεμβρίου 1821 - 9 Φεβρουαρίου 1881) ήταν Ρώσος συγγραφέας, κορυφαία
μορφή της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Γεννήθηκε
στις 11 Νοεμβρίου 1821 στη Μόσχα. Ο πατέρας του ήταν γιος κληρικού, και δεν ήταν
αριστοκράτης. Σύμφωνα με την παράδοση της εποχής θα έπρεπε να γίνει και αυτός
κληρικός, κατόρθωσε όμως να σπουδάσει ιατρική, έγινε στρατιωτικός γιατρός και με
τη σταδιοδρομία του αυτή μπήκε στην κληρονομική αριστοκρατία.
Φεύγοντας από
τη στρατιωτική υπηρεσία τελείωσε την καριέρα του ως διευθυντής ενός
πτωχοκομείου στη Μόσχα. Έτσι η κοινωνική αφετηρία του Ντοστογιέφσκι βρισκόταν κατά κάποιον τρόπο
στο σύνορο της αριστοκρατίας και των Rasnotchinzen,
(που κατά λέξη μεταφράζεται άνθρωποι από
άλλη τάξη) οι οποίοι είναι άτομα του μη αριστοκρατικού μεσαίου
στρώματος, με προσωπικές ικανότητες και επιτεύγματα, τα οποία είχαν κατορθώσει
να αποκτήσουν πρόσβαση στο ανώτερο στρώμα, κυρίως ως καλλιτέχνες,
δημοσιογράφοι, συγγραφείς, δάσκαλοι (ιδίως οικοδιδάσκαλοι), γιατροί, επίσης σε
άλλα επαγγέλματα διανοουμένων που ως προϋπόθεση είχαν ένα υψηλότερο πνευματικό
επίπεδο. Έτσι, ο πατέρας του ήταν «ευγενής πρώτης γενιάς κι από νομική άποψη
ανήκε στα προνομιούχα ανώτερα στρώματα, χωρίς όμως κοινωνικό status.»
Ο πατέρας του Ντοστογιέφσκι θα αγοράσει
το 1831 ένα μεγάλο αγρόκτημα με τρία χωριά και για να
εξασφαλίσει την οικογένειά του και για να έχει πρόσβαση στην αριστοκρατία. Έτσι
ο νεαρός Φιοντόρ «δεν μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια και στη
στέρηση» αλλά μέσα σε συνεχείς οικονομικούς υπολογισμούς και παρατηρώντας
την πραγματική φτώχεια στους ασθενείς του πτωχοκομείου.
Ο πατέρας του
θα δολοφονηθεί το 1839 επειδή ήταν ιδιαίτερα μισητός από τους χωρικούς λόγω του σκληροτράχηλου και
αυταρχικού του χαρακτήρα.
Ο Ντοστογιέφσκι ύστερα από
μία αρχική κατ΄οίκον διδασκαλία πήγε οικότροφος σε δύο σχολεία στη Μόσχα, ένα από τα οποία γαλλικό. Όταν τέλειωσε το σχολείο
συνέχισε τις σπουδές του στην Πετρούπολη σε κρατική στρατιωτική
σχολή μηχανικών και για σύντομο χρονικό διάστημα άσκησε αυτό το επάγγελμα.
Το 1843 αποχωρώντας
οριστικά από αυτό το επάγγελμα έλαβε την απόφαση να ασχοληθεί αποκλειστικά με
τη λογοτεχνία. Αυτό δεν ήταν παρά το αποτέλεσμα μίας μακράς πορείας, η οποία
ξεκινούσε από τα χρόνια της σχολικής εκπαίδευσής του: σταθερός ήταν ο
προσανατολισμός του στη λογοτεχνία.
Τον Απρίλιο του 1849 ο Ντοστογιέφσκι συνελήφθη και πέρασε από έκτακτο στρατοδικείο.
Η κατηγορία ήταν για συμμετοχή σε προδοτική συνωμοσία. Την άνοιξη του 1849 είχε προσχωρήσει
σε μια πολιτικοφιλοσοφική λέσχη που έγινε γνωστή ως κίνηση Πετρασέφσκι ή οι Πετρασέφσκηδες. Η
ποινή που επιβλήθηκε στον Ντοστογιέφσκι
ήταν τέσσερα χρόνια καταναγκαστικά έργα και στρατιωτική
υπηρεσία ως απλός στρατιώτης για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα. Στο
δικαστήριο δεν αρνήθηκε ούτε τις φιλελεύθερες πεποιθήσεις του ούτε το
ενδιαφέρον του για τον ουτοπικό
σοσιαλισμό, ιδιαίτερα για τις ιδέες του Σαρλ Φουριέ ή τη διαμαρτυρία του για
πολλά φαινόμενα της ρωσικής πραγματικότητας. Παρουσίασε τον εαυτό του ως έναν «αφελή-έντιμο
ανθρωπιστή και λόγιο ο οποίος απέβλεπε στο γενικό καλό της ανθρωπότητας», κυρίως όμως ήθελε μέσα
από την πλούσια βιβλιοθήκη των Πετρασέφσκι «να γνωρίσει τα νεότατα λογοτεχνικά ρεύματα
της Ευρώπης» Το δικαστήριο δεν δέχθηκε αυτή του την εξήγηση και «ίσως είχε
τους λόγους του να είναι δύσπιστο»
Έτσι από
μεταγενέστερες μαρτυρίες είναι λ.χ. γνωστό ότι συμμετείχε ενεργά στην
προσπάθεια λειτουργίας παράνομου τυπογραφείου, ενώ «ευκαιριακά
είχε δηλώσει πως ήταν διατεθειμένος να πάρει μέρος εν ανάγκη και σε μια ένοπλη
εξέγερση»
Στις 16 Νοεμβρίου 1849 ο Ντοστογιέφσκι και οι
σύντροφοί του δικάστηκαν και καταδικάσθηκαν σε θάνατο.
Ακολούθησε ένας πόλεμος νεύρων με εικονικές εκτελέσεις και ατέλειωτες ώρες
παραμονής σε μια πλατεία της Πετρούπολης, στις 22 Δεκεμβρίου του 1849, σε αναμονή του
εκτελεστικού αποσπάσματος. Η ποινή του μετατράπηκε
τελικά σε τετραετή εξορία και καταναγκαστικά έργα στο Ομσκ της Σιβηρίας.
Το φθινόπωρο
του 1855 έγινε υπαξιωματικός και
τον επόμενο χρόνο προήχθη σε αξιωματικό. Τον Μάρτιο του 1859 του επιτράπηκε να
επιστρέψει στην Ευρωπαϊκή Ρωσία, όχι όμως ακόμα στις μεγάλες πόλεις. Αυτό θα
γίνει τον Δεκέμβριο του 1859.
Την περίοδο της
στρατιωτικής του θητείας θα κάνει τον πρώτο του γάμο: γνωρίζει και παντρεύεται
τον Φεβρουάριο του 1857 την Μαρία Ισάγιεβα που λίγο πριν είχε χηρέψει.
Ήταν «μία πραγματικά μορφωμένη και με τον τρόπο της γοητευτική
γυναίκα, συνάμα όμως έπασχε από ανίατο πνευμονικό νόσημα, νευρική και
ευερέθιστη, προφανώς υστερική, αν όχι ψυχοπαθής.»
Το 1859 επέστρεψε
στην Πετρούπολη και εξέδωσε μαζί με τον
αδελφό του δύο περιοδικά τα οποία, όμως, δεν σημείωσαν επιτυχία με αποτέλεσμα ο
Ντοστογιέφσκι να
βρεθεί καταχρεωμένος. Ο μόνος τρόπος γιά να συγκεντρώσει χρήματα και να
ξεπληρώσει τα χρέη του ήταν η συγγραφή. Την ίδια περίοδο εκδηλώθηκε το σχεδόν νοσηρό του πάθος για τα τυχερά
παιχνίδια-ακριβώς ως αποτέλεσμα αυτής της οικονομικής
δυσχέρειας- που τον έφερε στο χείλος
της υλικής και της σωματικής καταστροφής. Σε αυτό το διάστημα
έγραψε τα καλύτερα του έργα: Ο παίκτης, Οι
αδερφοί Καραμαζώφ, Έγκλημα
και Τιμωρία, Ο
Ηλίθιος, Οι
δαιμονισμένοι.
Όταν κατάφερε
πλέον να ανασάνει από το βάρος των χρεών ανέλαβε τη διεύθυνση του περιοδικού "Πολίτης"
και λίγα χρόνια αργότερα εξέδωσε το δικό του περιοδικό, Το Ημερολόγιο Ενός Συγγραφέα, που σε αντίθεση με
τις προηγούμενες εκδοτικές εμπειρίες σημείωσε
τεράστια επιτυχία. Πέθανε το 1881 στην Πετρούπολη σε
ηλικία 60 ετών.
Ο Ντοστογιέφσκι, πέρα από
επιληπτικός, υπέφερε σ' όλη του τη ζωή και από ασθένεια των πνευμόνων. Στις 26 Γενάρη του 1881, είχε μια σοβαρή
πνευμονική αιμορραγία. Το βράδυ της ίδιας ημέρας κάλεσαν τον ιερέα της
γειτονικής Εκκλησίας του Αγίου Βλαντίμιρ κι ο Ντοστογιέφσκι εξομολογήθηκε και δέχτηκε τη Θεία
Κοινωνία. 'Οπως γράφει στο "Ημερολόγιό" της η 'Αννα Γρηγόριεβνα Ντοστογιέφσκι, όταν
διαβεβαίωνε τον Ντοστογιέφσκι
ότι θα ζούσε ακόμη για πολλά χρόνια, εκείνος της απάντησε: "'Οχι, το ξέρω, θα πεθάνω σήμερα! 'Αναψε
μια λαμπάδα, 'Αννια, και δος μου το Ευαγγέλιο".
Στις 28 Γενάρη (9 Φεβρουαρίου με
το νέο ημερολόγιο), ώρα 8.36 το βράδυ, ο Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς
Ντοστογιέφσκι πέθανε. Τα νέα για το θάνατο του Ντοστογιέφσκι τάραξαν αφάνταστα τους Ρώσους
της Αγίας Πετρούπολης. Για δυο συνεχείς ημέρες, 29-30 του Γενάρη, το διαμέρισμα
της Οδού Κουζνέτσνυ αριθ. 5 κατακλυζόταν από κόσμο,
που συνέρρεε για το τελευταίο αντίο - μπροστά
στο ξεσκέπαστο φέρετρο στη μέση του γραφείου του - στον
πολυαγαπημένο του συγγραφέα. 'Ολα τα δωμάτια του σπιτιού ήταν κατάμεστα με
κόσμο. Μεγάλες μορφές της ρωσικής λογοτεχνίας συνωστίζονταν γύρω από το φέρετρό
του.
Το Σάββατο στις
31 Γενάρη, η σορός του Ντοστογιέφσκι μεταφέρθηκε
από το σπίτι της Οδού Κουζνέτσνυ αριθ. 5.
Όλη η Αγία Πετρούπολη, δίχως άλλο προηγούμενο, ακολούθησε τη νεκρική πομπή
προς το Μοναστήρι του Αλεξάντερ Νιέφσκι, όπου θα γινόταν η ταφή.
Στα 1883, σε επιτάφια τελετή, έγιναν τα αποκαλυπτήρια
του μνημείου και της προτομής του Ντοστογιέφσκι, έργο του γλύπτη Ν. Λαβρέτσκυ.
Όχι μακρυά από
τον τάφο του Ντοστογιέφσκι,
βρίσκονται και οι τάφοι διάσημων συνθετών της Ρωσίας - Τσαϊκόφσκι,
Ρίμσκυ-Κόρσακοφ, Μουσόργκσκι, Μποροντίν και Γκλίνκα.
Μυθιστορήματα ( ΜΕΡΙΚΑ
ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ LINCS )
Το όνειρο του θείου μου (1859)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου