Ο ΚΑΝΟΝΙΟΒΟΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΤΙΣ 9 ΠΡΟΣ 10 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1948
Γράφει ο κ. Κωνσταντίνος Πατιαλιάκας,
Αντιστράτηγος ε.α.
Η Θεσσαλονίκη
λόγω της γεωστρατηγικής και γεωπολιτικής θέσης
της αποτελούσε πάντοτε
στο διάβα των αιώνων στόχο
κατάληψης από διαφόρους λαούς, όπως Τούρκοι,
Βούλγαροι, Σέρβοι και άλλοι.
Αλλά
και κατά τη
διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου η Θεσσαλονίκη
βρισκόταν στα ενδιαφέροντα του ΚΚΕ, γιατί, εκτός της γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής
σημασίας της, περιβάλλεται από ορεινούς
όγκους (Όλυμπος,
Πιέρια, Βέρμιο, Βόρας, Πάικο,
Μπέλες, Κρούσια, Βερτίσκος, Κερδύλλια, Χολομώντας
και Χορτιάτης), τους
οποίους έλεγχαν σημαντικές ανταρτικές
δυνάμεις και χρησιμοποιούσαν ως
βάσεις και ορμητήρια για επιχειρήσεις κατά
κατοικημένων πόλεων της Κεντρικής
Μακεδονίας (Νάουσα, Έδεσσα, Λιτόχωρο, Γιαννιτσά, Κιλκίς κ.ά),
ενώ δεν αποκλείονταν σε
περίπτωση κατάληψης της Μακεδονίας-
Θράκης η ανακήρυξη της ως πρωτεύουσα
του Μακεδονικού κράτους, μετά
την απόσχιση της
περιοχής αυτής από το Ελληνικό κράτος.
Η κατάληψη λοιπόν της Θεσσαλονίκης ήταν
ένα όνειρο του ΚΚΕ από την εποχή της κατοχής και θα αποτελούσε μία κίνηση μεγάλης
στρατηγικής σημασίας. Είχε προβλεφθεί στο σχέδιο «Λίμνες»,
αλλά εγκαταλείφθηκε εξαιτίας της ανεπάρκειας του Δημοκρατικού Στρατού σε
έμψυχο προσωπικό και πολεμικό υλικό. Μετά την συντριπτική ήττα κατά την
επίθεση για κατάληψη
της Κόνιτσας (25 Δεκεμβρίου 1947) και
στο χρόνο, κατά
τον οποίο ο Ελληνικός Στρατός βρισκόταν
στη φάση της ανασυγκρότησης, του επανεξοπλισμού και
της εκπαίδευσης των νέων στρατευσίμων, μετά την
ανάληψη, σε εκτέλεση του Δόγματος Τρούμαν (Μάρτιος 1947)
της οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας
της χώρας από
τις ΗΠΑ, αποφασίσθηκε την 29η Ιανουαρίου 1948 από το ΚΚΕ η ενέργεια του κανονιοβολισμού της
Θεσσαλονίκης. Μια προσπάθεια
αιφνιδιασμού του αντιπάλου, δημιουργίας εντυπώσεων στο εσωτερικό της
χώρας και στο εξωτερικό, πρόκλησης πανικού στους κατοίκους, πτώσης
του ηθικού των ανδρών των Μονάδων
του Ελληνικού Στρατού και εξύψωσης του ηθικού των δυνάμεων των
ανταρτών.
Κατά
την σύσκεψη της 29ης
Ιανουαρίου 1948 της πολιτικής
και στρατιωτικής ηγεσίας του Δημοκρατικού Στρατού
στο χωριό Πύλη των Πρεσπών, κατά την οποία ο Αρχηγός αυτού Μάρκος Βαφειάδης διατύπωσε τη διαφωνία του, αποφασίσθηκε ο κανονιοβολισμός
της Θεσσαλονίκης και διατάχθηκε ο Διοικητής των ανταρτικών δυνάμεων της
Κεντρικής Μακεδονίας Νικόλαος Τριανταφύλλου να διεισδύσει στην περιοχή Ανατολικά της Θεσσαλονίκης
με τμήματά του και να προσβάλει με πυρά πυροβόλου την πόλη.
ΣΧΕΔΙΑΣΗ-
ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΟΒΟΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Η
επιχείρηση του κανονιοβολισμού της
Θεσσαλονίκης σχεδιάσθηκε σε δύο
φάσεις, μία προπαρασκευαστική
και μία εκτελεστική. Κατά την
πρώτη φάση μία δύναμη 580
ανταρτών, ανδρών και γυναικών, από τα Συγκροτήματα των ορεινών
όγκων Μπέλες, Κρούσια,
Βερτίσκος, Κερδύλλια και Χαλκιδικής,
μετά από πολυήμερες πορείες διείσδυσε και
συγκεντρώθηκε την νύκτα της 9ης προς 10η
Φεβρουαρίου 1948 στην
ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης, σε απόσταση 8
χιλιομέτρων, στο Δερβένι- Λητή, για
την εκτέλεση της
όλης επιχείρησης, η
οποία συνδυάσθηκε και με επίθεση κατά χωριών της περιοχής προς
παραπλάνηση και σύγχυση του αντιπάλου.
Παράλληλα
με την επίθεση
των ανταρτικών τμημάτων Γερμανικό ορειβατικό
πυροβόλο,
διαμετρήματος 75 χιλιοστών
και βεληνεκούς 9.200
μέτρων, τάχθηκε και έβαλε
από 02.30 ώρας έως 03.30 ώρας περισσότερα από 50 βλήματα
κατά στρατοπέδων, αποθηκών
και ακόμα εντός κεντρικών
περιοχών της πόλης της Θεσσαλονίκης σε ακανόνιστο ρυθμό, με
αποτέλεσμα να τραυματισθούν
θανάσιμα έξι
άμαχοι και να
τραυματισθούν ελαφρότερα άλλοι
δέκα.
ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ
ΤΟΥ Γ΄ ΣΩΜΑΤΟΣ ΣΤΡΑΤΟΥ
Με
τις εκρήξεις των
πρώτων βλημάτων το Γ΄ Σώμα
Στρατού, από του
Διοικητού Υποστρατήγου Θεοδώρου
Γρηγοροπούλου μέχρι και
του τελευταίου στρατιώτου, κινητοποιήθηκε αμέσως και την 03.00 ώρα
της 10ης Φεβρουαρίου οι
μάχιμες Μονάδες της Φρουράς Θεσσαλονίκης ήταν
έτοιμες για κίνηση,
ενώ περίπολοι τεθωρακισμένων
κατέλαβαν κεντρικά σημεία της πόλης και τις
παρυφές. Μετά την
εξακρίβωση της περιοχής επιχείρησης των ανταρτών το Γ΄ Σώμα Στρατού διέταξε Μονάδες από Χαλκιδική, Λαγκαδά,
Σταυρό Θεσσαλονίκης, Σέρρες, από Θεσσαλονίκη
και Κιλκίς να κινηθούν προς την περιοχή Δερβένι-
Λητής, να περισφίξουν τα τμήματα των
ανταρτών και να
απαγορεύσουν τη διαφυγή
τους με προτεραιότητα προς
τον ορεινό όγκο
του Χορτιάτη.
Αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών ήταν να καθηλωθούν οι ανταρτικές Μονάδες μεταξύ
της αμαξιτής οδού Ασβεστοχωρίου- Χορτιάτη και
της λίμνης του Αγίου Βασιλείου (Λίμνη Λαγκαδά).
Κατά
τις 10η, 11η
και 12η Φεβρουαρίου στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις
στην ευρύτερη περιοχή
της Θεσσαλονίκης, στις οποίες
σημαντική υπήρξε και η βοήθεια της Πολεμικής
Αεροπορίας, παρά τις
επικρατούσες δυσμενείς καιρικές συνθήκες, καταμετρήθηκαν από τους αντάρτες 158 νεκροί, μεταξύ των οποίων και ο
Διοικητής των Νικόλαος
Τριανταφύλλου και
141 παραδοθέντες-
αιχμαλωτισθέντες. Επίσης κυριεύθηκε
παντοειδές πολεμικό υλικό, μεταξύ του οποίου και το πυροβόλο. Από
πλευράς Ελληνικού Στρατού, Εθνοφρουράς και Χωροφυλακής
υπήρξαν 4 νεκροί και 7 τραυματίες.
ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ
Την
ίδια ημέρα το
θέμα του κανονιοβολισμού της Θεσσαλονίκης τέθηκε σε συζήτηση προ
ημερήσιας διάταξης στη Βουλή των Ελλήνων.
Βουλευτής, αγνοών
προφανώς ότι το πυροβόλο λύνεται σε ορισμένα μέρη για την εύκολη και ταχεία
μεταφορά του από τα κτήνη, επιτέθηκε κατά του Πρωθυπουργού Θεμιστοκλή Σοφούλη, γιατί ένα
τέτοιο ογκώδες οπλικό σύστημα
μεταφέρθηκε στην περιοχή, χωρίς να γίνει αντιληπτό από τα
τμήματα του Ελληνικού Στρατού.
Η όλη συζήτηση
ήταν τόσο θορυβώδης,
που αναγκάσθηκε ο Παναγιώτης
Κανελλόπουλος να παρέμβει και να ζητήσει να σταματήσουν οι φωνασκίες,
που έδιναν την εντύπωση εθνικής ασυναρτησίας.
Οι συλληφθέντες και
οι παραδοθέντες
την 12η
Φεβρουαρίου οδηγήθηκαν σε
πομπή στις φυλακές,
εν μέσω αποδοκιμασιών και εμπτυσμών από τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης. Στις 27
Φεβρουαρίου 1948, 111
αντάρτες και αντάρτισσες παραπέμφθηκαν
στο Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης. Απ'
αυτούς 52 καταδικάσθηκαν σε θάνατο, 15 σε βαριές ποινές και 44 αθωώθηκαν,
γιατί κρίθηκαν ως βιαίως στρατολογηθέντες.
Την ίδια ημέρα τέλος της επιχείρησης των
ανταρτών, το Κρεμλίνο ξεκαθάριζε το
μάταιο του ένοπλου αγώνα του ΚΚΕ για κατάληψη
της εξουσίας και
το διαμελισμό της Ελλάδας. Με τη φράση «Σβαρνούτ» (Να μαζέψουν το
χαλί κάτω από τα
πόδια) ο Στάλιν τόνιζε
εμφαντικά σε αντιπροσωπεία Γιουγκοσλάβων
κομουνιστών στη Μόσχα ότι το
Ελληνικό αντάρτικο όχι μόνο δεν πρόκειται να λάβει βοήθεια, αλλά
θα πρέπει να
εγκαταλείψει τον ένοπλο αγώνα του.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
1. Το
Σχέδιο Συναγερμού της
πόλης της Θεσσαλονίκης πέτυχε σε ικανοποιητικό βαθμό.
2. Οι
Διοικήσεις, τα Επιτελεία και οι Μονάδες επέδειξαν κατανόηση στις
διαταγές του Γ΄ Σώματος Στρατού
και ανταποκρίθηκαν στην αποστολή τους.
3. Επιτεύχθηκε
η ταχεία περίσφιξη
των ανταρτικών τμημάτων, με
αποτέλεσμα να εξουδετερωθεί το 50%, μη υπολογιζομένων των τραυματιών.
4. Η
Πολεμική Αεροπορία συνέβαλε
σημαντικά στις
εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, παρά
τις επικρατούσες δυσμενείς
καιρικές συνθήκες.
5. Διαπιστώθηκε
η άριστη συνεργασία
του Ελληνικού Στρατού με τις
Μονάδες Εθνοφρουράς και Χωροφυλακής.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η δολοφονία του
ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ Ιωάννη
Ζεύγου (Πραγματικό
Επίθετο Ταλαγάνης) την 20η Μαρτίου 1947
σε κεντρικό δρόμο της Θεσσαλονίκης και η επίθεση από την ΟΠΛΑ, εγκληματική
οργάνωση του ΚΚΕ, με
χειροβομβίδες και πιστόλια
την 30η Απριλίου
1947, σε κεντρικό δρόμο
της Θεσσαλονίκης, κατά λεωφορείου που
μετέφερε προσωπικό της Πολεμικής
Αεροπορίας, με αποτέλεσμα
τον θανάσιμο τραυματισμό 5 Αξιωματικών και σμηνιτών και τον τραυματισμό άλλων
8,είχαν διαταράξει την πολιτική και κοινωνική ηρεμία της πόλης και είχαν προκαλέσει το ενδιαφέρον τόσον
στο εσωτερικό της χώρας, όσον και στο εξωτερικό.
Ο κανονιοβολισμός της Θεσσαλονίκης με την
ανατολή του 1948, μία ενέργεια
εντυπωσιασμού, προκάλεσε σύγχυση και
πανικό στους κατοίκους
της χώρας, αλλά
και στην πολιτική και κοινωνική
ζωή αυτής. Η Θεσσαλονίκη ήλθε στο φως
της επικαιρότητας, τόσον στην ίδια την Ελλάδα, όσον και στο εξωτερικό, με
αποτέλεσμα να ασχοληθούν άμεσα τα μέσα εγχώριας και διεθνούς ενημέρωσης. Ο μη
αιφνιδιασμός του Γ΄ Σώματος
Στρατού και η
άμεση αντίδραση του με
συντονισμένες και μεθοδευμένες ενέργειες επέφερε την εξουδετέρωση πλέον του 50% των
ανταρτικών δυνάμεων, που συμμετείχαν στην επιχείρηση, και έσωσε τη
χώρα από δυσμενείς συνέπειες.
Από το
μέγεθος των απωλειών αποδείχθηκε για άλλη μια φορά πόσο υπολόγιζε
η ηγεσία του ΚΚΕ τη ζωή των ανταρτών, όταν
διέταζε τη διεξαγωγή αδικαιολόγητων επιχειρήσεων και εκ
των προτέρων αποτυχημένων, όπως η επίθεση κατά της Κόνιτσας, Φλώρινας και
άλλων. Τέλος, ενώ ο ίδιος ο Στάλιν
προέβλεψε την επερχομένη ήττα του αντάρτικου,
η ηγεσία του ΚΚΕ προσκολλημένη
σε αντιδημοκρατικές ιδεοληψίες και αντεθνικές
θέσεις συνέχισε τον ένοπλο αγώνα, προκαλώντας την απώλεια
χιλιάδων ανθρώπων, μαχίμων
και αμάχων, και ανεπανόρθωτες ζημιές στον οικονομικό και
κοινωνικό ιστό της χώρας.
ΠΗΓΕΣ
1.
Έκθεση του Γ΄Σ
Σ. Αρχεία Διεύθυνσης
Ιστορίας Στρατού.
2. Ημερήσιος Τύπος της περιόδου εκείνης.
ΑΝΤΙ ΣΧΟΛΙΟΥ:
ΑπάντησηΔιαγραφή<< Τοιούτον υπήρξε το τέλος της θρασείας αυτής αποπείρας των συμμοριτών κατά της Θεσσαλονίκης. Εκ των εξακοσίων συμμοριτών, οι οποίοι συμμετείχον εις την ενέργειαν, είναι ζήτημα εάν διέφυγον σώοι εκατόν. Αι εις υλικόν επίσης απώλειαι αυτών υπήρξαν μέγισται. Το μάθημα το οποίον υπέστησαν υπήρξε σκληρότατον και θα το ενθυμούνται επί μακρόν.
Εκείνο το οποίον ιδιαιτέρως υπήρξε το χαρακτηριστικόν των ενεργειών μας, ήτο η κεραυνοβόλος ταχύτης και η αποφασιστικότης με την οποίαν το Σώμα Στρατού και αι υπ΄ αυτό μονάδες αντιμετώπισαν την κατάστασιν και η προθυμία με την οποίαν όλαι αι διοικήσεις αι μη συμμετασχούσαι αμέσως εις την επιχείρησιν, έσπευδον να διαθέσουν τα μέσα των και παράσχουν την εν γένει συνδρομήν των.
Ως χαρακτηριστικόν της ταχύτητος των ενεργειών αναφέρομεν ότι εντός ένδεκα ωρών συνεκεντρώθησαν εις τον χώρον της μάχης εξ(6) Τάγματα Πεζικού και μία και ημίσεια ίλη τεθωρακισμένων, μεταφερθέντα εξ αποστάσεως πολλών δεκάδων χιλιομέτρων και μάλιστα κατόπιν εσπευσμένης αναπροσαρμογής της διατάξεώς των.>> Κωνσταντίνος Πατιαλιάκας.(Από το βιβλίο <> του Αντιστρατήγου Θ. Γρηγοροπούλου, Διοικητού τότε Γ΄ Σώματος Στρατού).