Τετάρτη 8 Νοεμβρίου 2023

Βεργίνα ( Αιγαί )

Βεργίνα ( Αιγαί ) 
Από τη Βικιπαίδεια,
    Η Βεργίνα (αρχ.: Αιγαί) είναι μία μικρή πόλη στον Νομό Ημαθίας.
    Η πόλη έγινε παγκοσμίως γνωστή το 1977, όταν η Πανεπιστημιακή Ανασκαφή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου με τον καθηγητή αρχαιολογίας Μανόλη Ανδρόνικο και τους συνεργάτες του, ανακάλυψε ανάμεσα στους άλλους τάφους και ένα ταφικό μνημείο που κατά την άποψή του ήταν του βασιλιά Φιλίππου Β΄, πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
    Η Βεργίνα βρίσκεται 13 χλμ. νοτιοανατολικά της Βέροιας, πρωτεύουσας του νομού, και περίπου 80 χλμ. νοτιοδυτικά της Θεσσαλονίκης. Ο πληθυσμός της πόλης ανέρχεται στις 2.000 κατοίκους και βρίσκεται στους πρόποδες των Πιερίων Ορέων, σε υψόμετρο 120 μέτρων από τη θάλασσα.
Ιστορία
    Η σύγχρονη πόλη της Βεργίνας ιδρύθηκε το 1922 ανάμεσα στους δύο οικισμούς Κούτλες και Μπάρμπες, οι οποίοι προηγουμένως ανήκαν στον Τούρκο Μπέη των Παλατιτσίων, και στους οποίους κατοικούσαν 25 οικογένειες στην υπηρεσία του Μπέη. Κατά την επανάσταση του 1821 οι κάτοικοι των δύο οικισμών αγωνίστηκαν κατά των Οθωμανών. Σπουδαίοι αγωνιστές της επανάστασης του 1821 ήταν οι Σταμάτιος Κωνσταντίνου (γεν. 1804), Δήμος Μαργαρίτη και Κωνσταντίνος Μαργαρίτη. Μετά την Συνθήκη της Λωζάννης (24/7/1923) και την έξωση των μπέηδων, η γη διαμοιράστηκε σε οικόπεδα στους εκεί κατοίκους και σε 121 ελληνικές οικογένειες από τη Βουλγαρία και τη Μικρά Ασία, μετά από τις ανταλλαγές πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα, τη Βουλγαρία και την Τουρκία.
    Το όνομα της νέας πόλης προτάθηκε από τον τότε Μητροπολίτη Βέροιας, Κωνστάντιο Β΄, ο οποίος την ονόμασε Βεργίνα προς χάριν της θρυλικής βασίλισσας Βεργίνας, που έζησε στην περιοχή της Βέροιας και ήταν η τελευταία Ελληνίδα ηγεμόνας της περιοχής, γόνος της οικογένειας των Παλαιολόγων, πριν την οριστική άλωση της Βέροιας στους Οθωμανούς το 1433.
Το πρόβλημα της αρχαίας πόλης
    Η θέση της σημερινής Βεργίνας αρχικά θεωρήθηκε από τους ανασκαφείς ότι συμπίπτει με την αρχαία πόλη Βάλλα, που σύμφωνα με τον Πλίνιο (Φυσ. Ιστ. 4.10.34) ήταν μια πόλη που βρισκόταν στα Πιέρια όρη, νότια του ποταμού Αλιάκμονα. Το 1968 ο ιστορικός N.Hammond πρότεινε τον συσχετισμό του αρχαιολογικού χώρου της Βεργίνας με τις αρχαίες Αιγές, την πρώτη πρωτεύουσα του μακεδονικού βασιλείου, στην οποία βρισκόταν το βασιλικό νεκροταφείο των Μακεδόνων, αλλά η πρότασή του δεν έγινε δεκτή από τους άλλους επιστήμονες. Το 1977, ωστόσο, με την ανακάλυψη από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης του σημαντικού ασύλητου τάφου της Βεργίνας, ο τότε ανασκαφέας Μ. Ανδρόνικος, αν και αρχικά είχε πολλές επιφυλάξεις, πείστηκε για την άποψη του Hammond και έτσι συμφώνησε ότι στη Βεργίνα βρίσκεται το βασιλικό νεκροταφείο των Μακεδόνων και επομένως ότι ο τάφος που ανακάλυψε είναι βασιλικός.
    Πολλά έχουν γραφτεί σχετικά με το ποια είναι η αρχαία πόλη που βρίσκεται στη Βεργίνα, σε συνδυασμό με το αν οι Αιγές σχετίζονται ή όχι με την Έδεσσα, όπως πολλοί επιστήμονες είχαν στο παρελθόν υποστηρίξει (αγνοώντας ωστόσο το ζήτημα, εάν οι Αιγές βρίσκονταν στην Έδεσσα, πού άραγε βρισκόταν η Έδεσσα;). Σήμερα η άποψη ότι οι αρχαιότητες της Βεργίνας ανήκουν στις αρχαίες Αιγές και ότι εκεί βρίσκονται οι βασιλικοί τάφοι είναι πλέον η κρατούσα, αλλά ορισμένοι επιστήμονες εξακολουθούν να την αμφισβητούν..
Τα αρχαιολογικά μνημεία
    Οι αρχαιολόγοι είχαν δείξει ενδιαφέρον για τους λόφους γύρω από τη Βεργίνα ήδη από το 1850, υποψιαζόμενοι ότι μπορεί να βρίσκονταν ταφικά μνημεία. Ανασκαφές άρχισαν το 1861 υπό την επιτήρηση του Γάλλου αρχαιολόγου Leon Heuzey, ο οποίος υποστηριζόταν από τον αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ'. Βρέθηκαν τμήματα ενός μεγάλου κτιρίου, στη θέση Αγία Τριάδα, που θεωρείται από πολλούς ότι χρησίμευε σαν θερινό βασιλικό ανάκτορο, στην εποχή του βασιλέως Αντιγόνου Γονατά. Παρ' όλ' αυτά, οι ανασκαφές του Heuzey σταμάτησαν για τον κίνδυνο της ελονοσίας.
    Το 1937 το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με πρωτοβουλία του καθηγητή αρχαιολογίας Κ. Ρωμαίου, αποφάσισε να ιδρύσει στη Βεργίνα πανεπιστημιακή ανασκαφή για την εκπαίδευση των φοιτητών του. Ο Κ. Ρωμαίος ανέσκαψε περισσότερα τμήματα του θεωρούμενου ανακτόρου και έναν μακεδονικό τάφο, που ονομάζεται από τον ανασκαφέα του "τάφος του Ρωμαίου"., αλλά και πάλι οι ανασκαφές διακόπηκαν λόγω του ελληνοϊταλικού πολέμου, το 1940.
    Μετά τον πόλεμο οι ανασκαφές ξεκίνησαν ξανά κατά την περίοδο 1950 με 1960 και το υπόλοιπο του "ανακτόρου" ήρθε στην επιφάνεια. Ο Έλληνας αρχαιολόγος Μανόλης Ανδρόνικος πείστηκε από τον καθηγητή του Κ. Ρωμαίο ότι ένας λοφίσκος που ανήκε στους τύμβους του νεκροταφείου της αρχαίας πόλης και λεγόταν "η Μεγάλη Τούμπα", έκρυβε σημαντικούς τάφους.
    Το 1977 ο Ανδρόνικος ξεκίνησε μία ανασκαφή έξι εβδομάδων στην Τούμπα αυτή και ανακάλυψε τέσσερις θαμμένους ταφικούς θαλάμους, οι οποίοι ήταν ανέγγιχτοι από τυμβωρύχους. Τρεις ακόμα βρέθηκαν το 1980.  Οι ανασκαφές στη Μεγάλη Τούμπα συνεχίστηκαν και κατά τα έτη 1980 με 1990. Ο Ανδρόνικος υποστήριξε ότι οι ταφικοί θάλαμοι ήταν οι τόποι ταφής Μακεδόνων Βασιλέων, συμπεριλαμβανομένου και του τάφου του Φιλίππου Β΄, πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, μίας από τις γυναίκες του, και του γιου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Αλεξάνδρου Δ΄ του Μακεδόνων. Η άποψη αυτή προκάλεσε παγκόσμιο ενθουσιασμό.
    Στη συνέχεια κάποιες μελέτες υποστήριξαν ότι ορισμένα κτερίσματα των τάφων αυτών χρονολογούνται δύο δεκαετίες μετά την δολοφονία και την ταφή του Φιλίππου Β' το 336 π.Χ. Έτσι ορισμένοι αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι ο τάφος ανήκει στον Φίλιππο Γ΄, ετεροθαλή αδελφό του Μεγάλου Αλεξάνδρου και γιό του Φιλίππου Β'. Σε περίπτωση που ο τάφος ανήκει στον Φίλιππο Γ', τα όπλα και η πανοπλία που βρέθηκαν στον τάφο ανήκουν στον Μέγα Αλέξανδρο καθώς ο Φίλιππος Γ΄ γύρισε τα όπλα του πίσω στην Μακεδονία, αφού αυτός πέθανε.
    Μια άλλη μεγάλη μερίδα επιστημόνων αμφιβάλλει ότι οι τάφοι είναι βασιλικοί και θεωρεί πιθανότερο να ανήκουν σε σημαντικούς Μακεδόνες αξιωματούχους, που απέκτησαν μεγάλο πλούτο από την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου στην Ασία. Στην εποχή μετά την επιστροφή των Μακεδόνων από την εκστρατεία αυτή, στη Μακεδονία εισρέει τόσο μεγάλος πλούτος από τα κέρδη της εκστρατείας, που όχι μόνο κοινοί θνητοί διαθέτουν αμύθητους θησαυρούς, αλλά και η αξία του χρυσού λόγω των μεγάλων ποσοτήτων του μειώθηκε.  
    Ο ιστορικός Μιλτ. Χατζόπουλος το 2008 συνοψίζει την αντιπαράθεση που υπήρξε γύρω από την ταυτοποίηση του τάφου και τονίζει τα σφάλματα ή και την προσπάθεια ορισμένων αρχαιολόγων να υποχρονολογήσουν τα ευρήματα ώστε να τα προσαρμόσουν στον Φίλιππο Γ' τον Αριδαίο, ενώ ο ίδιος τεκμηριώνει ότι πρόκειται για τον τάφο του Φιλίππου Β'. Το 2010, μελέτη των οστών που βρέθηκαν στον τάφο απορρίπτει την περίπτωση να πρόκειται για τον Φίλιππο τον Γ' τον Αριδαίο και υποστηρίζει ότι τα ευρήματα είναι συμβατά μόνο με τον Φίλιππο τον Β'.
    Η χρυσή λάρνακα στην οποία ο Ανδρόνικος ταυτοποίησε τα απομεινάρια του σώματος του Φιλίππου Β΄, φέρει στο επάνω μέρος της τον Ήλιο της Βεργίνας, ο οποίος μετά την εύρεσή του, υιοθετήθηκε ως σύμβολο της ελληνικής Μακεδονίας.
    Μεγάλη ποσότητα προσωπικών αντικειμένων των νεκρών που έχουν αξία έργων τέχνης ήρθαν στο φως από τους τάφους, πολλά από χρυσό, συμπεριλαμβανομένης και της λάρνακας με τα αποτεφρωμένα απομεινάρια του Φιλίππου Β΄ και το χρυσό του στεφάνι δρυός. Τα ευρήματα βρίσκονται από το 1997 στο μουσείο του αρχαιολογικού χώρου, το οποίο βρίσκεται μέσα στον λοφίσκο. Ιδιαίτερα σημαντική παρά την κακή της διατήρηση θεωρείται η τοιχογραφία που στολίζει τη μετόπη του τάφου. Πρόκειται για μια ζωγραφική παράσταση με θέμα ένα ομαδικό κυνήγι και δηλώνει ίσως την αγαπημένη ασχολία του νεκρού του τάφου. Το 1996 η UNESCO ανακοίνωσε την ένταξη του αρχαιολογικού χώρου των Αιγών, στον κατάλογο με τα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου