Ναυμαχία της Θάλασσας των Κοραλλίων
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη
εγκυκλοπαίδεια
Με τον όρο Ναυμαχία της Θάλασσας των Κοραλλίων
(αγγλ. Coral Sea Battle) αναφέρεται η αεροναυτική σύγκρουση που
έλαβε χώρα στην Θάλασσα
των Κοραλλίων από τις 4 ως τις 8 Μαΐου 1942 μεταξύ των δυνάμεων της Ιαπωνικής
Αυτοκρατορίας και των δυνάμεων των ΗΠΑ και της Αυστραλίας.
Επρόκειτο για την πρώτη συμπλοκή μεταξύ αεροπλανοφόρων ενώ ήταν επίσης η πρώτη
ναυμαχία κατά την οποία τα σκάφη επιφανείας δεν έριξαν ούτε μια βολή κατά
αντίπαλου σκάφους.
Ιστορικό υπόβαθρο
Η Ιαπωνική
επεκτατικότητα στον Ειρηνικό εκδηλώθηκε τον Δεκέμβριο του 1941 με την επίθεση
στο Περλ Χάρμπορ με αεροσκάφη μεταφερόμενα από
αεροπλανοφόρα. Αντικειμενικός της στόχος δεν ήταν, ασφαλώς, η κατάκτηση του
Χαβανέζικου νησιού, αλλά ο εκμηδενισμός του Αμερικανικού Στόλου του Ειρηνικού.
Το ιδιαίτερα παράτολμο αυτό εγχείρημα φάνηκε απόλυτα επιτυχημένο και προκάλεσε
παραλήρημα ενθουσιασμού στην Ιαπωνία. Όλοι ήταν ενθουσιασμένοι, εκτός από τον
άνθρωπο που το σχεδίασε και το παρακολούθησε να εξελίσσεται, τον Ναύαρχο Ιζορόκου
Γιαμαμότο: Παρά το ότι ο "κορμός" του Στόλου είχε
κυριολεκτικά διαλυθεί, με τα οκτώ θωρηκτά, τα τρία καταδρομικά και τα τέσσερα
αντιτορπιλικά που βυθίστηκαν, ο Γιαμαμότο
παρατήρησε ότι ο αντικειμενικός σκοπός δεν είχε επιτευχθεί: Κανένα από τα τρία
αεροπλανοφόρα δεν είχε πληγεί και ο Ναύαρχος ήταν σίγουρος ότι οι Αμερικανοί θα
μπορούσαν σύντομα να αντικαταστήσουν τα χαμένα σκάφη.
Το
ημιαποτυχημένο αυτό (κατά τον Γιαμαμότο) εγχείρημα δεν εμπόδισε
την Ιαπωνία να συνεχίσει να επεκτείνεται στον Ειρηνικό. Ο Γιαμαμότο σχεδίασε την "Επιχείρηση ΜΟ", όπως την αποκάλεσαν
οι Ιάπωνες, που είχε ως αντικειμενικό στόχο την κατάληψη της Τουλάγκι στις Νήσους
του Σολομώντα και του Πορτ
Μόρεσμπι στην Νέα Γουινέα.
Η κατοχή των δύο αυτών στρατηγικών σημείων θα επέτρεπε
στους Ιάπωνες να
διαθέτουν βάσεις απ' όπου θα ήταν δυνατό να πλήξουν και να καταλάβουν την Αυστραλία.
Πριν τον
σχεδιασμό αυτής της επιχείρησης είχαν πραγματοποιηθεί, κατά τους πρώτους μήνες
του 1942, πολλές άλλες μεγαλύτερης ή μικρότερης κλίμακας, που απέφεραν την
κατάληψη των Φιλιππίνων,
της Ταϊλάνδης,
της Σιγκαπούρης,
των Ολλανδικών Δυτικών Ινδιών, των Νήσων
Γκίλμπερτ, των νήσων Γκουάμ
και Ουέηκ
και της Νέας
Βρετανίας. Οι επιχειρήσεις αυτές επέφεραν και μεγάλες απώλειες στις
συμμαχικές δυνάμεις ξηράς, θάλασσας και αέρα των ΗΠΑ, της Αυστραλίας και της
Νέας Ζηλανδίας.
Ωστόσο, και οι
Αμερικανοί είχαν συμβάλει στην λήψη αποφάσεων για την "αμυντική περίμετρο" που αποτελούσε
ακρογωνιαίο λίθο στην ιαπωνική επεκτατικότητα. Από τα τέλη Δεκεμβρίου 1941, ο
Πρόεδρος Φράνκλιν
Ρούζβελτ πίεζε τους επικεφαλής του Ενιαίου Επιτελείου για την
πραγματοποίηση μιας αεροπορικής επιδρομής κατά της Ιαπωνίας, με μοναδικό στόχο
την τόνωση του αμερικανικού ηθικού. Η επιδρομή αυτή πραγματοποιήθηκε στις 12
Απριλίου 1942 από ένα σμήνος βομβαρδιστικών Β25Β με επικεφαλής τον αντιπτέραρχο
Τζέιμς Ντούλιτλ (James
"Jimmy" Doolittle), τα οποία απογειώθηκαν από τα αεροπλανοφόρα USS Enterprise και USS Hornet.
Η επιδρομή ήταν
επιτυχής από την άποψη ότι το Τόκιο
βομβαρδίστηκε για πρώτη φορά μετά την αμερικανοϊαπωνική σύρραξη, αν και το τίμημά
της σε άνδρες ήταν σχετικά μεγάλο. Ωστόσο, η "αμυντική περίμετρος" της Ιαπωνίας είχε παραβιαστεί. Στις
ΗΠΑ κυριάρχησε το σύνθημα "Doolitle
do'it" (Ο Ντούλιτλ το κατάφερε).
Θέλοντας να
εδραιώσουν την "αμυντική περίμετρο"
- όπως την αποκαλούσαν - γύρω από την
Ιαπωνία, επόμενος στόχος ήταν η εισβολή
και κατάληψη του βόρειου τμήματος της Αυστραλίας, ώστε να μη μπορεί να
χρησιμοποιηθεί ως βάση που θα απειλούσε τις κτήσεις τους στον Ειρηνικό. Η ίδια
η Αυστραλία είχε σχετικά μικρές δυνάμεις, που δεν θα ήταν δυνατό να αποκρούσουν
ισχυρές ιαπωνικές. Επιπλέον, η ακριβής περιοχή στην οποία σχεδίαζαν να
εισβάλουν οι Ιάπωνες δεν ήταν καθόλου γνωστή και η άμυνα ακτογραμμής παρόμοιου
μήκους ήταν ολοσχερώς αδύνατη από πλευράς Αυστραλίας. Ο στρατηγός Μακ Άρθουρ, όταν του τέθηκε το πρόβλημα της
προστασίας της Αυστραλίας, απάντησε ότι "η
άμυνα της Αυστραλίας θα είναι δυνατή μόνον απ' έξω" εννοώντας
ότι έπρεπε να αποτραπεί η όποια προσπάθεια απόβασης σε αυτήν.
Όταν, όμως, ο Αυτοκρατορικός Ιαπωνικός Στρατός πρότεινε την απόβαση στην
Αυστραλία, το Αυτοκρατορικό Ναυτικό αντέτεινε ότι δεν διέθετε δυνάμεις ικανές
να υποστηρίξουν παρόμοιο εγχείρημα. Ο ναύαρχος Σιγκεγιόσι Ινούε αντιπρότεινε την κατάληψη
της Τουλάγκι και του Πορτ Μόρεσμπι, κάτι που θα έθετε την βόρεια Αυστραλία σε
ακτίνα δράσης των ιαπωνικών βομβαρδιστικών. Επιπλέον, ανέφερε ότι η κατάληψη
αυτών των θέσεων ισχυροποιούσε την άμυνα της Ραμπαούλ στη Νέα
Βρετανία, που ήταν η ισχυρότερη ιαπωνική βάση στην περιοχή. Στρατός
και Ναυτικό αποδέχτηκαν την πρόταση του Ινούε, στοχεύοντας παράλληλα στην
επέκταση των επιχειρήσεων, αφού οι δύο στόχοι θα είχαν καταληφθεί, στην
κατάληψη των Φίτζι,
της Νέας
Καληδονίας και της Σαμόα. Αν
αυτοί οι στόχοι επιτυγχάνονταν, η αποκοπή Αυστραλίας - ΗΠΑ θα ήταν
ολοσχερής.
Ήδη από τον
Απρίλιο του 1942 το σχέδιο ΜΟ είχε
εκπονηθεί. Προέβλεπε κατάληψη του Πορτ Μόρεσμπι δια θαλάσσης και ασφάλισή του
από αντεπιθέσεις ανακατάληψης ως τις 10 Μαΐου. Οι πληροφορίες των Ιαπώνων σχετικά με την δύναμη που
υπερασπιζόταν το Πορτ Μόρεσμπι έκαναν λόγο για δύναμη περίπου συντάγματος,
κατέληξαν ωστόσο να προβλέψουν ότι την πόλη υπερασπίζονταν περίπου 5.000
άνδρες. Προβλεπόταν επίσης η κατάληψη
της Τουλάγκι ως τις 2 ή 3 του ίδιου μήνα, με σκοπό την εγκατάσταση εκεί βάσης
υδροπλάνων για επιθέσεις κατά στόχων στον Ειρηνικό Ωκεανό. Οι δευτερεύοντες
στόχοι του σχεδίου ήταν δύο: Πρώτον, η επέκταση των επιχειρήσεων προς Ναουρού
και Νήσο του Ωκεανού, ώστε να καταληφθούν τα φωσφορούχα κοιτάσματα των περιοχών
αυτών και, δεύτερον, η πρόκληση των αμερικανικών αεροπλανοφόρων σε μάχη, ώστε
οι ιαπωνικές δυνάμεις να τα καταστρέψουν.
Η έφοδος κατά
του Πορτ Μόρεσμπι προβλεπόταν να εκκινήσει από την Ραμπαούλ με κάλυψη από τα
αεροσκάφη των δύο μεγάλων ιαπωνικών αεροπλανοφόρων IJN Shokaku (Σοκακού) και IJN Zuikaku (Ζουικακού). Είχε
προβλεφθεί ασφαλώς ότι η κύρια αποβατική δύναμη θα επισημαινόταν από τους
αντιπάλους που θα δοκίμαζαν να επέμβουν και η βασική ιδέα ήταν να παραμείνουν
σε κάποια απόσταση τα αεροπλανοφόρα και να επιτεθούν κατά των συμμαχικών σκαφών
από πίσω.
Αυτό που δεν
είχε ληφθεί υπόψη από τους Ιάπωνες ήταν ότι οι αποκρυπτογράφοι του Αμερικανικού
Ναυτικού είχαν καταφέρει να σπάσουν τους ιαπωνικούς κώδικες επικοινωνίας. Όταν
το σχέδιο έγινε γνωστό μέσω ραδιοσημάτων στις μονάδες που θα συμμετείχαν, οι
Αμερικανοί αποφάσισαν να στείλουν την δύναμη κρούσης (Task Force) 17 στην
περιοχή, την οποία θα συνεπικουρούσαν τα δύο
αεροπλανοφόρα "Λέξινγκτον" (USS Lexington)
και "Γιόρκταουν" USS Yorktown.
Υλοποίηση του σχεδίου "ΜΟ"
Κατά τα τέλη
Απριλίου οι Ιάπωνες απέστειλαν τα υποβρύχια RO-33 και RO-33 για να κάνουν αναγνώριση των περιοχών που
σχεδιάζονταν οι αποβάσεις. Τα σκάφη ερεύνησαν το Αρχιπέλαγος Λουιζιάδων, το
πέρασμα "Jomard" και την περιοχή της νήσου Ρόσσελ καθώς και την
θαλάσσια διαδρομή προς Πορτ Μόρεσμπι από τα ανατολικά. Δεν συνάντησαν ούτε ένα
συμμαχικό σκάφος και επέστρεψαν στη Ραμπαούλ το μεν πρώτο στις 23 το δε δεύτερο
στις 24 Απριλίου.
Ο στόλος των
εβδομήντα περίπου σκαφών που είχαν προετοιμάσει οι Ιάπωνες ήταν πλέον έτοιμος
να αποπλεύσει από τις βάσεις του. Τη γενική διοίκηση των επιχειρήσεων είχε
αναλάβει ο ίδιος ο Ινούε. Οι Αμερικανοί
είχαν προετοιμάσει μια κατά πολύ μικρότερη δύναμη για να αντιμετωπίσουν τον
Ιαπωνικό στόλο, αλλά εκείνη την εποχή δεν διέθεταν περισσότερα ή ισχυρότερα
σκάφη.. Υπήρχαν, βέβαια, ακόμη τα αεροπλανοφόρα Χόρνετ και Εντερπράιζ, αλλά αυτά είχαν αναλάβει την επιδρομή
Ντούλιτλ και χρειάζονταν επιπλέον πέντε ημέρες για την επιστροφή και την
προετοιμασία τους, ενώ το τρίτο ενεργό αεροπλανοφόρο, το Σαρατόγκα επισκευαζόταν από τις
ζημιές που του είχε προκαλέσει μια ιαπωνική τορπίλη. Επικεφαλής των
αμερικανικών δυνάμεων ήταν ο ναύαρχος Τσέστερ Νίμιτς (Chester
Nimitz) και ο υποναύαρχος Φρανκ
Φλέτσερ, στον οποίο ο Νίμιτς
είχε αφήσει πλήρη ελευθερία τακτικών κινήσεων "προκειμένου να επιφέρει τις μεγαλύτερες δυνατές φθορές στον εχθρό".
Οι δυνάμεις του Φλέτσερ έφθασαν στην
περιοχή την 1η Μαΐου, σχεδόν ταυτόχρονα με τις δυνάμεις που κατευθύνονταν προς
Τουλάγκι.
Η βασική δύναμη
κρούσης των Ιαπώνων είχε ως "σπονδυλική στήλη" τα δύο μεγάλα
αεροπλανοφόρα Ζουικακού και Σοκακού. Περιλάμβανε επίσης δύο βαρέα καταδρομικά και έξι
αντιτορπιλικά. Τελούσε υπό τις διαταγές του υποναυάρχου Τακέο Τακάγκι (ο οποίος είχε επιλέξει ως ναυαρχίδα το
καταδρομικό Miyoko ενώ ο υποναύαρχος Τσουίτσι
Χάρα επέβαινε στο Ζουικακού και είχε
την τακτική διοίκηση των αεροπλανοφόρων. Μια παράδοση εννέα αεροσκαφών "Zero"
από τα αεροπλανοφόρα στη βάση της Ραμπαούλ απέτυχε λόγω κακών καιρικών συνθηκών,
ένα μάλιστα κατέπεσε στον Ωκεανό λόγω έλλειψης καυσίμων. Η επιχείρηση
ματαιώθηκε, προκειμένου να μη διαταραχθεί το χρονοδιάγραμμα της πορείας και ο Τακάγκι έπλευσε προς τις νήσους του Σολομώντα
για να ανεφοδιαστεί.
Στις 3 Μαΐου η
ιαπωνική δύναμη, της οποίας ηγείτο ο υποναύαρχος Κιγιοχίντε Σίμα (Kiyohide
Shima) αποβιβάστηκε στην Τουλάγκι. Η δύναμη αποτελείτο από δύο
σκάφη πόντισης ναρκών, έξι ναρκαλιευτικά, δύο διωκτικά υποβρυχίων, δύο
αντιτορπιλικά και ένα οπλιταγωγό με 400 περίπου άνδρες. Ως ομάδα κάλυψης
χρησιμοποιήθηκαν τα σκάφη της μοίρας του υποναυάρχου Αριτόμο Γκότο (Aritomo Gotō), την οποία αποτελούσαν τέσσερα
βαρέα καταδρομικά, ένα αντιτορπιλικό και το ελαφρύ αεροπλανοφόρο Σόχο (Shōhō). Μια ακόμη
μοίρα υποστήριξης, διοικούμενη από τον υποναύαρχο Κουνινόρι
Μαρούμο (Kuninori Marumo), αποτελούμενη από δύο ελαφρά καταδρομικά, το
υποστηρικτικό υδροπλάνων Kamikawa Maru και τρεις κανονιοφόρους παρέμεινε σε μεγαλύτερη
απόσταση.
Η απόβαση στην
Τουλάγκι ήταν επιτυχής για τους Ιάπωνες. Στις 4 Μαΐου η Τουλάγκι είχε
ασφαλιστεί και οι δύο μοίρες υποστήριξης διατάχθηκαν να πλεύσουν προς
υποστήριξη των δυνάμεων που θα πραγματοποιούσαν την εισβολή στο Πορτ Μόρεσμπι.
Την γενική διοίκηση είχε ο ναύαρχος Ινούε,
ο οποίος είχε εγκατασταθεί στο καταδρομικό Kashima.
Πληροφορούμενος
την απόβαση στην Τουλάγκι, ο Φλέτσερ
διέταξε το Γιορκτάουν να πλεύσει προς βορειο-βορειοδυτικά, προκειμένου τα
αεροσκάφη του να προσβάλουν τις Ιαπωνικές δυνάμεις. Στις 06:30 της 4ης Μαΐου 12
τορπιλοβόλα τύπου "Devastator" και 28 βομβαρδιστικά
"Dauntless" καθέτου εφορμήσεως ξεκίνησαν από το αεροπλανοφόρο. Στην
επίθεση αυτή βύθισαν τρία ναρκαλιευτικά και προκάλεσαν σημαντικές ζημιές στο
αντιτορπιλικό Kikuzuki, επιστρέφοντας στο "Γιορκτάουν" στις 09:30. Η δεύτερη και η τρίτη
επίθεση ήταν λιγότερο επιτυχείς: Κατέρριψαν δύο υδροπλάνα και βύθισαν τέσσερα
διασκευασμένα μικρά αποβατικά. Ο Νίμιτς
έγραψε αργότερα: "Η επίθεση στην
Τουλάγκι ήταν απογοητευτική, αν κριθεί ως προς τα πυρομαχικά που δαπανήθηκαν σε
σχέση με τα αποτελέσματα που προέκυψαν". Ο Φλέτσερ ήταν υποχρεωμένος να εγκαταλείψει την
Τουλάγκι για να αντιμετωπίσει
την επερχόμενη απόβαση στη Νέα Γουϊνέα. Πιθανόν
όμως ο Νίμιτς να ήταν υπερβολικά
αυστηρός στην κριτική του: Τα αποτελέσματα δεν ήταν μηδαμινά, καθώς οι
βομβαρδισμοί της Τουλάγκι απέτρεψαν την χρήση της πρόχειρα στημένης βάσης αναγνωριστικών
υδροπλάνων, η οποία θα μπορούσε να αποβεί καθοριστική για την επερχόμενη
σύγκρουση.
Στις 5 Μαΐου τα
"Γιορκτάουν" και "Λέξινγκτον" συναντήθηκαν στο
προκαθορισμένο σημείο του Ωκεανού, την ίδια στιγμή που οι ιαπωνικές δυνάμεις
εισέρχονταν στην Θάλασσα των Κοραλλίων. Η δύναμη κρούσης, την οποία διοικούσε ο
ναύαρχος Τακάγκι κινήθηκε προς τα νησιά
του Σολομώντα και, στρίβοντας δυτικά, παρέκαμψε το νησί Ρένελ (Rennel Island)
εισερχόμενη και αυτή στην Θάλασσα των Κοραλλίων στις 7 του ίδιου μήνα. Δύο
ημέρες αργότερα, βομβαρδιστικά τύπου Β-17 εντόπισαν τον στόλο που προοριζόταν
για την απόβαση στο Πορτ Μόρεσμπι και τον βομβάρδισαν από μεγάλο ύψος.
Βομβαρδισμός κατά κινούμενων στόχων από παρόμοιο ύψος ήταν αναμενόμενο να μην
επιφέρει στην ιαπωνική δύναμη ούτε ένα πλήγμα.
Ολόκληρη την
ημέρα τα αεροσκάφη των αντίπαλων αεροπλανοφόρων ερευνούσαν για τον εντοπισμό
των αντίπαλων σκαφών. Ο νεφοσκεπής ουρανός και η κακή ορατότητα δεν επέτρεψαν
τον αλληλοεντοπισμό των αντιπάλων. Ο Φλέτσερ
πήρε τότε μια σημαντική απόφαση: Απέσπασε τρία καταδρομικά και τα συνοδευτικά
σκάφη τους από την κύρια δύναμή του, ανέθεσε τη διοίκηση της μικρής αυτής
δύναμης, την οποία "βάπτισε" "Δύναμη κρούσεως 44" (Task Force 44) στον
υποναύαρχο Τζον Κρέις (John
Crace) δίνοντάς του την εντολή να βρεθεί στην πορεία του
αποβατικού στόλου των Ιαπώνων και να την ανακόψει. Η δύναμη αυτή, μη
διαθέτοντας αεροπορική κάλυψη, ήταν εξαιρετικά ευάλωτη σε τυχόν από αέρος
ιαπωνικές επιθέσεις. Την επόμενη ημέρα τα αεροπλανοφόρα έστειλαν εκ νέου τα
αναγνωριστικά τους. Αν και κανένας από τους αντιπάλους δεν εντόπισε την κύρια
δύναμη του άλλου, εντοπίστηκαν δευτερεύοντες στόχοι: Οι Ιάπωνες βύθισαν το
αντιτορπιλικό USS Sims και το ανεφοδιαστικό πετρελαιοφόρο USS Neosho. Οι Αμερικανοί στάθηκαν
τυχερότεροι: Εντόπισαν το βοηθητικό αεροπλανοφόρο "Shoho" και κατάφεραν να
το βυθίσουν, αν και με βαριές απώλειες.
Στις 8 Μαΐου οι
στόλοι ήρθαν επιτέλους σε επαφή: Οι Αμερικανοί εντόπισαν το μεγάλο
αεροπλανοφόρο "Shokaku", το κτύπησαν τρεις φορές προκαλώντας πυρκαϊές στο
σκάφος και θέτοντάς το εκτός μάχης. Το άλλο μεγάλο αεροπλανοφόρο, όμως, το
"Zuikaku", έπεσε σε θύελλα
που το προστάτευσε από αεροπορικές επιθέσεις κι έτσι υπέστη ασήμαντες μόνον
ζημίες. Όταν η θύελλα πέρασε, τα ιαπωνικά αεροσκάφη έπληξαν και τα δύο
αμερικανικά αεροπλανοφόρα. Το Γιόρκτάουν επλήγη από βόμβα και υπέστη ζημιές, αλλά το Λέξινγκτον, (το
ισχυρότερο από τα δύο, το οποίο οι Αμερικανοί αποκαλούσαν "Λέιντι Λεξ") δέχθηκε πλήγματα
και από βόμβες και από τορπίλες. Τα συνεργεία διάσωσης προσέτρεξαν στο πληγέν
σκάφος και κατόρθωσαν να σβήσουν σχεδόν όλες τις πυρκαϊές που είχαν ξεσπάσει
από τα πλήγματα. Η κατάσταση έμοιαζε να έχει τεθεί υπό έλεγχο, και αυτό ανέφερε
και ο αξιωματικός ασφαλείας του σκάφους. Και ενώ οι Αμερικανοί πίστεψαν ότι το
αεροπλανοφόρο τους είχε γλιτώσει, μια σειρά από ξαφνικές εκρήξεις πυρπόλησαν
και κομμάτιασαν το σκάφος: Οφείλονταν στην ανάφλεξη των καυσίμων των αεροσκαφών
που είχαν πληγεί. Η κατάσταση αποδείχτηκε άμεσα τόσο σοβαρή, ώστε διατάχθηκε η
εγκατάλειψη του σκάφους. Παρόλ' αυτά, το
σκάφος επέπλεε ακόμη και τελικά βυθίστηκε από φίλια τορπίλη.
Η απόφαση του Φλέτσερ για την δημιουργία της "Task Force 44"
αποδείχτηκε σοφή: Ο στόλος του Ινούε,
που προοριζόταν για την απόβαση στο Πορτ Μόρεσμπι, βλέποντας τις δυνάμεις του
Κρέις να τον περιμένουν, διατάχτηκε από τον επικεφαλής υποναύαρχο Σιγκεγιόσι Ινούε να ανακρούσει πρύμνα. Η
απόβαση στο λιμάνι της Νέας Γουινέας δεν πραγματοποιήθηκε.
Στις 9 Μαΐου ο
ναύαρχος Τακάγκι διατάσσεται να
εξαπολύσει αεροπορική επίθεση κατά των αμερικανικών δυνάμεων. Τα σκάφη του
πράγματι απογειώνονται αλλά δεν καταφέρνουν να εντοπίσουν τον αμερικανικό στόλο
και αναγκάζονται να επιστρέψουν άπρακτα. Η τελευταία αυτή έξοδος σηματοδοτεί
και το τέλος της ναυμαχίας στην Θάλασσα των Κοραλλίων.
Συνέπειες
Θεωρητικά, η ναυμαχία
ήταν τακτική νίκη των Ιαπώνων, οι οποίοι κατάφεραν να βυθίσουν ένα από τα
ισχυρότερα αμερικανικά αεροπλανοφόρα, ένα αντιτορπιλικό (USS Sims), ένα πετρελαιοφόρο {USS Neosho} και να καταρρίψουν 69
αμερικανικά αεροσκάφη, προκαλώντας και 643 νεκρούς εν συνόλω. Αντίστοιχα,
έχασαν ένα μικρό ελαφρύ αεροπλανοφόρο, ένα αντιτορπιλικό, τρία μικρά βοηθητικά
πολεμικά σκάφη, 92 αεροσκάφη όλων των τύπων και υπέστησαν απώλειες 962 ζωών.
Ήταν, όμως,
στρατηγική νίκη για τους Συμμάχους, καθώς αφενός μεν ματαιώθηκε η απόβαση στο
Πορτ Μόρεσμπι και, επιπλέον, τα δύο κυριότερα αεροπλανοφόρα των ιαπωνικών
δυνάμεων υπέστησαν ζημιές: Σοβαρές το Σοκάκου και ελαφρότερες ως σκάφος το Ζουικάκου, το οποίο, όμως, έχασε
τα περισσότερα αεροσκάφη του. Αυτές οι ζημιές αποδείχτηκαν καθοριστικές για το
μέλλον: Και τα δύο αεροπλανοφόρα δεν ήταν έτοιμα για να λάβουν μέρος στην Ναυμαχία
της Μίντγουεη που θα ακολουθούσε στις αρχές Ιουνίου. Επιπλέον, το Γιόρκτάουν που είχε υποστεί ζημιές επισκευάστηκε πολύ
γρήγορα στο Περλ Χάρμπορ και, αντίθετα από τα ιαπωνικά σκάφη, μπόρεσε να λάβει
μέρος σε αυτήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου