Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

10.Κράτος και οικονομία πριν και μετά την κρίση

Ομιλία του Αρίστου Δοξιάδη στο ΙΣΤΑΜΕ 4 Σεπτ. 2013.  Η Συνεδρία είχε θέμα: ‘Κράτος και οικονομία πριν και μετά την κρίση’.
    Το πιο σημαντικό ερώτημα για την οικονομία της Μεταπολίτευσης είναι, νομίζω, το εξής: Γιατί καμμιά κυβέρνηση δεν ασχολήθηκε σοβαρά με το εμπορικό ισοζύγιο, και γιατί όποτε κάποιοι ελάχιστοι το έθεταν στο δημόσιο διάλογο, δεν τους άκουγε  κανένας.
    Το εμπορικό ισοζύγιο, η διαφορά ανάμεσα σε εξαγωγές και εισαγωγές, ήταν  αρνητικό από το 1962 και με γενικά αυξητική τάση μέχρι το 2008. Είχαμε σωρευτικά το δεύτερο μεγαλύτερο έλλειμα στην ευρωζώνη και στην ΕΕ των 17 μετά την Πορτογαλία.
    Το βάθος της κρίσης στην Ελλάδα οφείλεται σε αυτή την μακροχρόνια και θεμελιακή αδυναμία — οτι δηλαδή η παραγωγική βάση της χώρας δεν μπορούσε να υποστηρίξει τις δαπάνες που έκαναν τα νοικοκυριά και το κράτος.
    Παρόλο που η κρίση εμφανίστηκε ως κρίση του δημόσιου χρέους, στη βάση ήταν κρίση εξωτερικού δανεισμού. Αν το κράτος χρωστούσε σε έλληνες πιστωτές, όπως συμβαίνει στην Ιαπωνία και στην Ιταλία που έχουν κι αυτές μεγάλο δημόσιο χρέος, θα πολύ πιο εύκολο είτε να αποφύγουμε την βαθειά ύφεση, είτε να την αντιμετωπίσουμε γρήγορα.
    Καμμιά κυβέρνηση, είτε της ΝΔ είτε του ΠΑΣΟΚ, είτε λαϊκίστικη είτε εκσυγχρονιστική δεν πήρε σοβαρά μέτρα για το ισοζύγιο, ή μάλλον δεν πήρε διαρθρωτικά μέτρα (η λιτότητα του 1985-87  ήταν μια συγκυριακή αντιμετώπιση).
    Τώρα, με τη στερνή γνώση, βλέπουμε οτι αυτό ήταν, τουλάχιστο, εγκληματική αμέλεια. Το ερώτημα λοιπόν είναι, γιατί, κανένας πρωθυπουργός και κανένας υπουργός οικονομίας, παρόλο που ορισμένοι ήταν σοβαροί άνθρωποι, δεν μπόρεσε να αντιστρέψει την τάση.
Νομίζω οτι η απάντηση βρίσκεται στη σχέση των κομμάτων με την οικονομία.
    Το πρώτο στοιχείο της απάντησης βρίσκεται στην κατανάλωση.
Εξηγώ:
    Εμπορικό έλλειμμα σημαίνει σε γενικές γραμμές και αντίστοιχο εξωτερικό δανεισμό: τις εισαγωγές που δεν τις πληρώνουμε από εξαγωγές, τις πληρώνουμε από δανεικά. Αυτό ισχύει για την Ελλάδα, αλλά και για τις περισσότερες χώρες που είχαν εμπορικό έλλειμμα.
    Εμείς όμως είχαμε μια ιδιομορφία, που μας ξεχωρίζει από τις άλλες οικονομίες της ευρωπαικής περιφέρειας: Αυτά τα δάνεια από το εξωτερικό τα δαπανούσαμε για κατανάλωση, και όχι για επενδύσεις.
Τα ελληνικά νοικοκυριά δαπανούσαν για κατανάλωση περίπου το 70% του ΑΕΠ, και μαζί με το κράτος το 90%, που ήταν με διαφορά το μεγαλύτερο στην ΕΕ, δώδεκα μονάδες πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ενα μεγάλο μέρος της διαφοράς την δανειζόμασταν απ’ έξω.
    Σημειώνω οτι ψηλή κατανάλωση ως ποσοστό του εισοδήματος έχουν τα φτωχά και τα μεσαία στρώματα –όχι οι πολύ πλούσιοι.
    Τι σημαίνει αυτό; Οτι το εμπορικό έλλειμμα ήταν άμεσα συνδεμένο με το βιοτικό επίπεδο της εκλογικής βάσης. Δεν υπήρχε τρόπος να περικοπεί το έλλειμμα χωρίς λιτότητα, δηλαδή μέχρι η παραγωγική βάση, ας πούμε οι εξαγωγές, να μεγαλώσει, για να μπορεί να στηρίξει περισσότερη κατανάλωση.
    Ηταν ένα πρόβλημα που δεν μπορούσε να λυθεί με αναδιανομή από τους πλούσιους στους φτωχούς, που μπορεί να λύσει άλλου είδους προβλήματα. Για το ισοζύγιο χρειαζόταν αναδιανομή από κατανάλωση σε αποταμίευση, δηλαδή λιτότητα για όλους. Για προφανείς λόγους, κανένα κόμμα δεν ήθελε να αναλάβει αυτό το κόστος.
    Το δεύτερο στοιχείο της απάντησης είναι η προστασία των επαγγελμάτων.
    Τα κόμματα στο πελατειακό σύστημα λειτουργούν προστατεύοντας και ενισχύοντας συγκεκριμένες ομάδες, όχι το σύνολο του πληθυσμού, όχι ‘τάξεις’, που είναι μια αφηρημένη έννοια, όχι γενιές, αλλά επαγγέλματα.
    Αλλά στη σύγχρονη οικονομία, υπάρχουν επαγγέλματα και κλάδοι που το κράτος δεν μπορεί να τα προστατεύσει. Είναι αυτά που από τη φύση τους έχουν παγκόσμιο ανταγωνισμό, όχι  μόνο εγχώριο, οι διεθνώς εμπορεύσιμοι κλάδοι.
    Τους υφαντουργούς δεν μπορεί να τους προστατεύσει από τον ανταγωνισμό του Βιετνάμ,
    Στο φαρμακείο όμως μπορεί να ορίσει περιθώριο κέρδους
    Στο δημόσιο μπορούν να διορίσουν σε μόνιμες θέσεις
    Για τον δικηγόρο μπορούν να δημιουργήσουν εισοδήματα επιβάλλοντας την υποχρεωτική παράσταση στα συμβόλαια
    Ολο τον τομέα των εμπορεύσιμων τα κόμματα τον άφησαν στην τύχη του. Επειδή το μόνο που ήξεραν ήταν οι προστατευτικές ρυθμίσεις, και όχι οι καλοί θεσμοί που βοηθάν τις επιχειρήσεις να γίνουν πιο παραγωγικές και ανταγωνιστικές.
    Οχι μόνο δεν ήξερε πώς να βοηθήσει τους ανταγωνιστικούς κλάδους, αλλά τους επιβάρυνε κιόλας, με την πολιτική προστασίας που είχε για τους άλλους.
    Παράδειγμα, η εργατική νομοθεσία ήταν μια χαρά για προστατευμένες ολιγοπωλιακές επιχειρήσεις, δηλαδή για τις τράπεζες και τις ΔΕΚΟ, αλλά έβγαζε από το παιχνίδι όσους είχαν ανταγωνιστικές πιέσεις. Δεν μιλάω για τον κατώτατο μισθό, μιλάω, π.χ. για τα ωράρια εργασίας.
    Οι μικρές εταιρίες πληροφορικής, που σε όλο τον κόσμο εργάζονται σε ακατάστατες ώρες, δεν υπήρχε κανένας τρόπος να είναι σύννομες στην Ελλάδα. Δεν μπορούσαν ούτε κάν να τηρούν μεν το οκτάωρο, αλλά αντί για 9πμ με 5μμ να είναι 1μμ με 9μμ. Ολοι έπρεπε να βαδίζουν με τους ρυθμούς που συμφωνήθηκαν στα προστατευμένα ολιγοπώλια, που δεν νοιάζονταν καθόλου τι συμβαίνει στον υπόλοιπο κόσμο.
    Και επειδή το ΠΑΣΟΚ έχει ως πρότυπο το κοινωνικό κράτος της σοσιαλδημοκρατίας, να σημειώσω οτι στη βόρεια ευρώπη όλα στηρίζονται στις εξαγωγές. Ολες οι χώρες με καλές κοινωνικές υπηρεσίες και εργασιακά δικαιώματα φροντίζουν να έχουν εμπορικό πλεόνασμα. Σουηδία, Δανία, Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία, Αυστρία. Και όταν κινδυνεύουν να γίνουν ελλειματικές, παίρνουν μέτρα για να το διορθώσουν.
    Ο λόγος είναι απλός: κανένας ξένος δεν θα σού χρηματοδοτήσει τις κοινωνικές δαπάνες. Μπορεί να χρηματοδοτήσει υποδομές, επιχειρήσεις, αγορά σπιτιών ή τίποτε περίεργα παράγωγα, αλλά όχι επιδόματα και συντάξεις, δασκάλους και γιατρούς. Αυτά πληρώνονται μόνο από ίδιους πόρους. Εμείς αυτό δεν το καταλάβαμε.
    Τρίτο, στοιχείο, το μέγεθος των επιχειρήσεων: η ελληνική κοινωνία και οι θεσμοί διώχνουν τη μεγάλη επιχείρηση. Οχι τα εσωτερικά ολιγοπώλια: προφανώς η ενέργεια, το τηλέφωνο, και οι τράπεζες θα είναι παντού μεγάλες επιχειρήσεις. Αλλά τις διώχνει στη βιομηχανία, στον τουρισμό, στη γεωργία. Για παράδειγμα στη χωροταξία είχαμε μια άτυπη συναίνεση, από όλο το πολιτικό φάσμα οτι πουθενά στη χώρα δεν μπορεί να εγκατασταθεί μεγάλη βιομηχανική μονάδα, αλλά οτι παντού μπορούν να χτιστούν αυθαίρετα σπίτια.
    Δεν δίνονταν άδειες, δεν μπορούσαν να έχουν ευέλικτα ωράρια, δεν μπορούσαν να κάνουν επιχειρησιακές συμβάσεις στην ουσία, και έτσι δεν στέριωσαν.
    Το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων ήταν ο ελέφαντας στο δωμάτιο, το μεγάλο θέμα που κανένας δεν τολμά να θίξει.  Ενώ είναι μια ολοφλάνερη ιδιαιτερότητα της Ελλάδας, και ενώ όλοι καταλαβαίνουν οτι σε μεγάλο βαθμό καθορίζει την ανταγωνιστικότητα, καμμιά πολιτική παράταξη δεν παίρνει θέση: Είναι καλό πράγμα ή κακό; Πρέπει να έχουμε πολιτικές να αυξήσουμε το μέγεθος, και ποιές;
    Από τη μια μεριά, εξαγωγική βιομηχανία με είκοσι εργαζόμενους γενικά δεν στέκει. Από την άλλη, για να γίνουν οι είκοσι εργαζόμενοι πεντακόσιοι, κάποιοι που σήμερα είναι μικρο-αφεντικά θα χάσουν τη θέση τους, και ή θα γίνουν μισθωτοί υπάλληλοι ή θα μείνουν άνεργοι. Ποιό πολιτικό κόμμα μπορεί να υποστηρίξει κάτι τέτοιο;
Αποτέλεσμα όλων αυτών:
    Μετά από 10 ετίες δήθεν ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας και της ανάπτυξης, και ΕΣΠΑ, κτλ, η Ελλάδα έχει μόνο δύο κλάδους που φέρνουν σημαντικά έσοδα στη χώρα.
    Ο ένας είναι ο τουρισμός. Υπάρχει, όχι επειδή οι θεσμοί τον βοήθησαν, αλλά επειδή δεν τους πολυχρειάζεται. Ο τουρισμός ευδοκιμεί και σε τριτοκοσμικές χώρες, με κακούς θεσμούς. Τυνησία,  Μπαλί, Αίγυπτο.
    Ισα ίσα, οι θεσμοί του έβαζαν αρκετά εμπόδια, θυμηθείτε το καμποτάζ. ‘Η σκεφτείτε τις ξένες γλώσσες. Πού μαθαίνουν τα παιδιά αγγλικά ή γερμανικά; Στα φροντιστήρια. Το ελληνικό κράτος αδιαφορεί για αυτό το εφόδιο, που θα ήταν η καλύτερη υποδομή που θα μπορούσε να παρέχει για τον κλάδο μέσα στο σχολείο.
    Ο άλλος κλάδος είναι η ναυτιλία. Η οποία πάει καλά ακριβώς επειδή είναι από τη φύση της ξεκομμένη απ’ το ελληνικό κράτος.
    Δηλαδή, αν υπάρχουν κάποιοι υγιείς πόροι για να χρηματοδοτούμε τις εισαγωγές, οφείλονται στους δύο κλάδους που μπόρεσαν να γυρίσουν την πλάτη στο πολιτικό σύστημα.
    Στην Ελλάδα μας άρεσαν τα γερμανικά αυτοκίνητα και το γερμανικό κοινωνικό κράτος. Πήραμε μια Μερσεντές, βάλαμε κάτω από το καπό μια μηχανή Ζάσταβα, γιατί αυτήν είχαμε, και βγήκαμε στην ωτοστράντα.  Μπλοκάραμε, τρακάραμε. Την επόμενη φορά, ας πάρουμε πρώτα τη μηχανή και μετά την καρότσα.
    Που σημαίνει, για το μέλλον: απόλυτη προτεραιότητα σε εξαγωγές:
    Αυτό σημαίνει μερικά τεχνικά άμεσα μέτρα: Επιστροφή ΦΠΑ, μείωση ασφαλιστικών εισφορών πριν από την μείωση των φρόρων κατανάλωσης, οχι stages στο δημόσιο αλλά σε παραγωγικές επιχειρήσεις.
    Κυρίως σημαίνει να αποδεχτούν οι πολιτικοί μερικές απλές αλήθειες, που στην πράξη το πολιτικό σύστημα και η δημόσια διοίκηση δεν τις δέχονται.
1. Οι μεγάλες επιχειρήσεις χρειάζονται
    Είναι πιο παραγωγικές, υιοθετούν τις νέες  τεχνικές πιο γρήγορα, μπαίνουν σε νέες αγορές πιο εύκολα. Το εθνικό εισόδημα κατά κεφαλή θα ήταν αρκετά ψηλότερο, αν το μέσο μέγεθος των επιχειρήσεων μας ήταν διπλάσιο, με την ίδια έστω κλαδική σύνθεση που έχουμε και τώρα.
    Εξάλλου οι μεγάλες μονάδες συχνά διαχέουν οφέλη στις μικρότερες που βρίσκονται γύρω τους, με διάφορους τρόπους. Σε αυτές εκπαιδεύονται στελέχη που μετακινούνται και μεταφέρουν τεχνογνωσία στις πιο μικρές. Από ομάδες στελεχών προκύπτουν νέες εταιρίες. Δίνουν υπεργολαβίες σε πολλούς μικρότερους.    Προσφέρουν εμπορικά δίκτυα. Είναι πόλοι για μια ευρύτερη ανάπτυξη. Εχοντας εξοβελίσει τις μεγάλες εταιρίες από την χώρα, χάνουμε πολλές από αυτές τις δυνατότητες.
2.  Η διαφοροποίηση χρειάζεται
    Είναι κοινός τόπος οτι ο τουρισμός και η ναυτιλία είναι οι ισχυροί μας εξαγωγικοί κλάδοι, και οτι η αγροτική παραγωγή και τα τρόφιμα έχουν μεγάλες δυνατότητες. Για αυτό πολλοί λένε οτι η πολιτική πρέπει να επικεντρωθεί σε αυτούς τους κλάδους, δηλαδή “να ενισχύσουμε τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα”.
    Λάθος. Αντίθετα με αυτή τη συλλογιστική, οι πετυχημένες χώρες δεν εξειδικεύονται σε δυό-τρεις τομείς, αλλά απλώνονται συνεχώς σε νέους και μετασχηματίζουν τους παλιούς. Αν ανταγωνίζονται μόνο στα προϊόντα των φτωχών, θα μείνουν φτωχές. Αν η ανάπτυξη μας είναι μόνο ο τουρισμός και η μελισσοκομία, το εισόδημα μας θα είναι ίσο με της Τυνησίας ή της Τουρκίας.
    Η ανάπτυξη είναι μια διαδικασία διαφοροποίησης, όχι εξειδίκευσης. Οι δυναμικές οικονομίες αναπτύσσουν όλο και περισσότερες δεξιότητες, και τις συνδυάζουν με νέους τρόπους για να εμπλουτίσουν το εύρος των προϊοντων που προσφέρουν στον κόσμο.
    Η λύση για την Ελλάδα δεν είναι καλύτερος και περισσότερος τουρισμός και γεωργία, ή μάλλον αυτά δεν είναι η μακροπρόθεσμη λύση. Είναι νέα προϊόντα και υπηρεσίες, με πολλές και διαφορετικές επενδύσεις: σε ορυκτό πλούτο, σε ψηφιακή καινοτομία, σε διαμετακόμιση προϊόντων, σε παραθεριστική κατοικία, σε φροντίδα υγείας για ξένους, σε ένδυση, σε φάρμακα, σε κεραμικά, σε ειδικό βιομηχανικό εξοπλισμό, σε ηλεκτροπαραγωγή, και σε άλλα που δεν μπορούμε να φανταστούμε.
    Αυτό προϋποθέτει τους κατάλληλους θεσμούς, και την κατάλληλη νοοτροπία της διοίκησης. Στη διαφοροποιημένη οικονομία οι επιχειρήσεις λειτουργούν με διαφοροποιημένους τρόπους. Αλλοτε με βαρειές εγκαταστάσεις, άλλοτε με “εικονικά” γραφεία, άλλοτε με πολλές υπερωρίες, άλλοτε με μερική απασχόληση από το σπίτι. Αν το κράτος αποκλείσει την ποικιλομορφία, ουσιαστικά μπλοκάρει την ανάπτυξη.
3.  Οι μικρές επιχειρήσεις είναι (και) το μέλλον
    Είτε έρθουν οι μεγάλες ξένες επενδύσεις, είτε όχι, η Ελλάδα θα εξακολουθεί να είναι κατά βάση η χώρα των μικρών μονάδων. Αν αυτές αναπτύσσονται, θα αναπτύσσεται και η χώρα, και αν όχι, δεν θα αναπτύσσεται. Αυτό ίσως μοιάζει αυτονόητο, αλλά δεν είναι.
    Υπάρχουν απόψεις που αντιμετωπίζουν τις μικρές επιχειρήσεις με κοινωνικά κριτήρια: πρέπει να διατηρηθούν και να ενισχυθούν επειδή δημιουργούν θέσεις εργασίας και εισοδήματα, αλλά δεν περιμένουμε από αυτές να μεγαλώσουν, να καινοτομήσουν, ή να ανοίξουν νέους δρόμους στην παγκόσμια αγορά. Με άλλα λόγια, είναι η πηγή σταθερότητας, αλλά όχι πηγή ανάπτυξης. Η ανάπτυξη θα προκύψει, αν προκύψει, από μεγάλες εταιρίες. Η άποψη αυτή έχει βάση για πολλές άλλες χώρες, αλλά όχι για την Ελλάδα, για τους λόγους που έχουν αναλυθεί αλλού.
    Εδώ είναι απόλυτη ανάγκη η δημόσια πολιτική να επιτρέπει και να ενθαρρύνει τις μικρές μονάδες να λειτουργούν αναπτυξιακά.
    Αυτές πρέπει να σηκώσουν το βάρος για να αυξηθεί η παραγωγικότητα, κάνοντας μικρές βελτιώσεις ή σημαντικές καινοτομίες στον τρόπο που λειτουργούν.
    Αυτές να σχεδιάσουν και να τοποθετήσουν νέα προϊόντα.
    Να αυξήσουν την απασχόληση όταν πάνε καλά, μεγαλώνοντας τις εγκαταστάσεις τους και προσλαμβάνοντας υπαλλήλους.
    Να συνεργαστούν για να καθιερώσουν την φήμη του κλάδου τους και να βρουν πελάτες στο εξωτερικό.
    Να δημιουργήσουν, ουσιαστικά, ένα ελληνικό μοντέλο ανάπτυξης, ή καλύτερα πολλά μοντέλα σε διάφορους κλάδους.
Ποιός διαφωνεί με αυτό; Στην πράξη, διαφωνεί το σύνολο της δημόσιας διοίκησης και σχεδόν όλοι οι πολιτικοί.
    Εχουν ποινικοποιήσει την επιχειρηματική αποτυχία, έτσι ώστε ο σοφός επιχειρηματίας να προτιμά τα πεπατημένα μοντέλα, αντί να κινδυνεύει με φυλάκιση και κατάσχεση του σπιτιού του αν δεν του βγει η νέα ιδέα.
    Εχουν δημιουργήσει έναν μηχανισμό επιδοτήσεων που χρειάζεται ένα χρόνο μελέτη για να καταλάβεις πού και πώς υπάγεσαι, και αν θέλεις κάτι να αλλάξεις στο δρόμο, πάλι από την αρχή.
    Εχουν κατακερματίσει τις άδειες λειτουργίας και τα ταμεία, ώστε κάθε νέα δραστηριότητα να είναι σαν να ξεκινάς επιχείρηση για πρώτη φορά. Κάθε δραστηριότητα σημαίνει άλλη εποπτική αρχή, άλλες άδειες, διαφορετική φορολόγηση, άλλο ταμείο.
    Ενώ θα ήταν πολύ καλύτερα αν η νομοθεσία απαιτούσε μόνο τα βασικά, σε όλες τις δραστηριότητες: να δηλώνουν το φορολογητέο εισόδημα, να πληρώνουν τις ασφαλιστικές εισφορές, να μην βλάπτουν το περιβάλλον και τη δημόσια υγεία.
    Με δυό λόγια, το κράτος θέλει τις μικρές επιχειρήσεις μόνιμα μικρές, στατικές και συντηρητικές. Αν αυτό είναι μικρό κακό για άλλες χώρες που έχουν ήδη πολλές μεγαλύτερες και δυναμικές εταιρίες, για την Ελλάδα είναι καταδίκη. 
4. Το κοινωνικό κράτος ενισχύει την ανάπτυξη, μόνο αν καλύπτει ανθρώπους και όχι επαγγέλματα
    Αυτό το ξέρουν καλά οι σοσιαλδημοκράτες της βόρειας ευρώπης. Στην εποχή μας, οι δομές των κοινωνιών είναι ρευστές, και οι σταδιοδρομίες απρόβλεπτες, και οι κοινωνικές δαπάνες πρέπει να προστατεύουν από το απρόβλεπτο.
    Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο στην Ελλάδα της κρίσης, όπου εκατοντάδες χιλιάδες δεν μπορούν να πληρώνουν εισφορές, ή και αν μποροούν αυτό τους εμποδίζει να δοκιμάσουν νέες δουλειές. Ενώ πρέπει να δημιουργηθούν 700 χιλ δουλειές σε νέες δραστηριότητες.
    Επείγει να αναμορφωθεί το σύστημα παροχών (συντάξεις, υγεία, ανεργία) ώστε να μην κάνει διακρίσεις με βάση το επάγγελμα και την εργασιακή κατάσταση. Δηλαδή, κυρίως: να ενωθούν τα ταμεία συντάξεων, να ανοίξει το δημόσιο σύστημα υγείας σε όλους τους κάτοικους της χώρας, και να ενισχυθούν οι πόροι για τους άνεργους.
    Μόνο αν απελευθερώσει  τα πρόσωπα από τον συντεχνιακό τους προσδιορισμό θα μπορέσει το κράτος να τους στηρίξει σε όλες τις δοκιμασίες και τις περιπέτειες που θα βιώσουν, προσπαθώντας να χτίσουν τις νέες δουλειές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου