Αφιέρωμα στα 100 χρόνια από τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου(
2ο από 3 μέρη)
Το πρώτο ρήγμα: Οι ανακωχές της Θεσσαλονίκης και του Μούδρου
(Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1918)
Jean – Claude Allain
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ
Την ίδια την
ημέρα εκδήλωσης της Συμμαχικής επίθεσης (15 Σεπτεμβρίου), η πρεσβεία της
Ισπανίας στο Παρίσι διεμήνυσε πως ήδη από τις 9 του ιδίου μήνα, η κυβέρνηση της
Σόφιας είχε εκφράσει επιθυμία για έναρξη διαπραγματεύσεων στη Βέρνη, με
αντικείμενο την ανταλλαγή των αιχμαλώτων πολέμου. Ένα ιδιόχειρο σημείωμα του Jules Cambon, γενικού γραμματέα του υπουργείου
Εξωτερικών, συστήνει προσοχή (“Η πρόταση αυτή είναι πιθανό να
υποκρύπτει προσπάθεια έναρξης διαπραγματεύσεων”). Η καθυστέρηση
διαβίβασης όλων των παραπάνω έμμεσων πληροφοριών, σε συνδυασμό με την ταχύτατη
εξέλιξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων, κατέστησαν ανενεργά τα όποια ανοίγματα.
Οι ρυθμοί είναι φρενήρεις, σε βαθμό που προκαταλαμβάνουν κι αυτό, ακόμη, το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο.
Πράγματι, στις 26 Σεπτεμβρίου, στον βρετανικό τομέα
της Στρώμνιτσας, παρουσιάστηκε ένας Βούλγαρος αξιωματικός. Ήταν κομιστής ενός
μηνύματος από τον ανώτατο διοικητή, στρατηγό Todorov, ο οποίος ζητούσε 48ωρη αναστολή των εχθροπραξιών, που
θα επέτρεπε την αποστολή δυο επίσημων εκπροσώπων, εξουσιοδοτημένων για έναρξη
διαπραγματεύσεων. Ο Franchet
d’ Espèrey δεν απέκλειε μια εξέλιξη αυτού του είδους.
Διαπιστώνοντας, τρεις ημέρες νωρίτερα, τους ρυθμούς της Συμμαχικής προέλασης,
είχε διαμηνύσει προς τους διοικητές των μονάδων της πρώτης γραμμής ότι έπρεπε
να υποδεχθούν ενδεχόμενους απεσταλμένους του αντιπάλου, δίχως, ωστόσο, να
μειώσουν την στρατιωτική πίεση. Φοβούμενος μήπως επρόκειτο για ενέργεια
αντιπερισπασμού με στόχο τη διασφάλιση πολύτιμου χρόνου, ο οποίος θα επέτρεπε
στους Βούλγαρους να ανασυνταχθούν, ο ανώτατος διοικητής του Θεάτρου Επιχειρήσεων της Θεσσαλονίκης απάντησε, στις 27, προς τον Todorov, μέσω του ιδίου μεσάζοντα, πως, με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις σε πλήρη εξέλιξη,
δεν ήταν δυνατό να συναινέσει σε αναστολή εχθροπραξιών, πόσο μάλλον σε υπογραφή
ανακωχής. Πρόσθεσε όμως, ότι θα υποδεχόταν με τον προσήκοντα σεβασμό
τους δυο εντεταλμένους της Βουλγαρικής κυβέρνησης. “Δεν έχουν παρά να παρουσιαστούν μπροστά από τις βρετανικές γραμμές”.
Ανάλογα
φαινόμενα παρατηρήθηκαν την ίδια ημέρα και σε άλλους τομείς του μετώπου.
Έλληνες διοικητές μονάδων υπήρξαν αποδέκτες μηνυμάτων με το ερώτημα εάν και
κατά πόσο η Βουλγαρική πρωτοβουλία της προηγουμένης είχε γίνει αποδεκτή.
Ταυτόχρονα, καταφθάνει στη Θεσσαλονίκη μέσω της διπλωματικής οδού, ένα αίτημα
εκ μέρους της κυβέρνησης της Σόφιας περί διαμεσολάβησης των ΗΠΑ. Συντάκτης
είναι ο Robert
Murphy, επιτετραμμένος της Αμερικανικής πρεσβείας στη
βουλγαρική πρωτεύουσα. Το αίτημα αποστέλλεται στη Θεσσαλονίκη, προκειμένου να
διαβιβασθεί, κατόπιν, στην Ουάσινγκτον. Πρόκειται
για τη δεύτερη, κατά σειρά, έκκληση του πρωθυπουργού Malinov. Είχε προηγηθεί, στις 21 Σεπτεμβρίου, η αποστολή, προς όλους
τους εμπολέμους, μιας πρότασης για ειρήνη καθώς και ένα αίτημα για μεσολάβηση
των ΗΠΑ. Το τελευταίο στάλθηκε προς τον πρόεδρο Wilson, δια μέσου της Αμερικανικής πρεσβείας στη Βέρνη. Ο Malinov δεν έτρεφε αυταπάτες ως προς την τελική
έκβαση των επιχειρήσεων. Είχε, προηγουμένως, ζητήσει ενημέρωση από τους
στρατιωτικούς συμβούλους του. Σε μια ύστατη προσπάθεια να τον αποτρέψουν από το
να καταθέσει τα όπλα, οι Κεντρικές Αυτοκρατορίες και η Υψηλή Πύλη του υποσχέθηκαν,
στις 22 του μηνός, την προσάρτηση της Δοβρουτσάς, την οποία ανέκαθεν
διεκδικούσε η Βουλγαρία από τη Ρουμανία. Στις 25 Σεπτεμβρίου, αμέσως έπειτα από την απώλεια του Πρίλεπ, ο Malinov απηύθυνε προς τις ΗΠΑ νέα έκκληση.
Συνοδευόταν από μια ένθερμη επιχειρηματολογία του Murphy, σύμφωνα με την οποία η Βουλγαρία
εμφανιζόταν πως ευθύς εξαρχής είχε εναντιωθεί στο όλο πρόγραμμα της Γερμανίας,
ειδικότερα δε έπειτα από τους λόγους του προέδρου Wilson, του οποίου οι αρχές “έχουν υιοθετηθεί άνευ επιφυλάξεων από το σύνολο του Βουλγαρικού
λαού”. Ο σχηματισμός της κυβέρνησης Malinov ήταν η έμπρακτη
απόδειξη! Ο Murphy υποστήριζε, δίχως να μπορεί να αποφύγει τις
αντιφάσεις, πως “η κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να θεωρεί
ως διακοπείσες τις σχέσεις με τις Κεντρικές Δυνάμεις, από τη στιγμή που οι
τελευταίες δεν είχαν εκπληρώσει τις δεσμεύσεις τους έναντι της Βουλγαρίας”. Ο καταπονημένος και
άσχημα καθοδηγημένος αυτός λαός ήταν, πάντοτε και με όλη του την καρδιά,
αφοσιωμένος στις ΗΠΑ (“have always at heart been with US”). Έπρεπε, επομένως, να
αισθανθεί κάποιου είδους ικανοποίηση, πόσο μάλλον “από τη στιγμή που είναι έτοιμος να ακολουθήσει με ενθουσιασμό τη
γραμμή της Αμερικής”. Προφανώς, η εν γένει στάση του Murphy ήταν εκείνη που έπεισε τον υπουργό
Οικονομικών Liaptchev να του προτείνει να
συνοδεύσει την επιτροπή ανακωχής.
Robert Daniel Murphy.
Ευθύς εξαρχής,
οι δυνάμεις της Συνεννοήσεως διέβλεψαν στην πρωτοβουλία του Murphy ένα σχέδιο συνομολόγησης
χωριστής ειρήνης με τη Βουλγαρία υπό την αιγίδα των ΗΠΑ. Επρόκειτο
για μια προοπτική, την οποία απέρριπταν τόσο ο Clemenceau όσο και το Foreign Office, όπου ο Balfour και ο Cecil εκτιμούν πως “ο εν λόγω
κατώτερος υπάλληλος παρενέβη στην υπόθεση των διαπραγματεύσεων δίχως να
διαθέτει εξουσιοδότηση από τους προϊσταμένους του”. Αυτό ακριβώς
διαβεβαίωσε την ίδια ημέρα ο επικεφαλής του State Department, Robert Lansing, προς τον πρέσβυ της Γαλλικής Δημοκρατίας
στην Αμερικανική πρωτεύουσα, Jules
Jusserand. Σύμφωνα με τα λεχθέντα του, ο Murphy ενεπλάκη
αυτοβούλως, δίχως την παραμικρή οδηγία. Κατόπιν τούτου, η Κεντρική
Υπηρεσία προχώρησε στην ανάκλησή του από τη Σόφια. Ενέργεια επιτακτική, προκειμένου να
εξευμενιστούν οι Γάλλοι. Όμως, πρόκειται για μια επίπληξη, η οποία έλαβε χώρα
έπειτα από την υπογραφή της ανακωχής με την Βουλγαρία. Η αλήθεια είναι πως ο
πρόεδρος Wilson, μόλις
πληροφορήθηκε το αίτημα της κυβέρνησης της Σόφιας, τηλεγράφησε προς τον Murphy τη σύμφωνη
γνώμη του για μια Αμερικανική διαμεσολάβηση υπό όρους. Μεταξύ των όρων αυτών
συμπεριλαμβάνονταν η πλήρης απόσυρση των Βουλγαρικών στρατευμάτων από τη Σερβία
και η ελεύθερη χρήση του εδάφους της Βουλγαρίας από τους Συμμάχους για τη
συνέχιση του πολέμου εναντίον των Κεντρικών Αυτοκρατοριών. Το παραπάνω
κρυπτογράφημα του Wilson έφτασε στον προορισμό
του με καθυστέρηση και ενώ είχε, εν τω μεταξύ, υπογραφεί η πράξη της ανακωχής.
Αδιαφορώντας
για τις παραπάνω ζυμώσεις, ο Franchet d’ Espèrey υπέβαλε, προς έγκριση, στο Παρίσι τις προτάσεις του για
ανακωχή. Συνάμα ζήτησε την αποστολή εξειδικευμένου προσωπικού για να μπορέσει
να παρασύρει εκ νέου την, απαλλαγμένη πλέον από τον Βουλγαρικό κίνδυνο,
Ρουμανία στον πόλεμο. Τη νύκτα της 27ης προς 28η Σεπτεμβρίου, ο Clemenceau τηλεγράφησε την πλήρη συναίνεσή του, υπογραμμίζοντας την
ανάγκη να τηρηθούν υπό έλεγχο στρατηγικής σημασίας σημεία. Συνέστησε την
αποφυγή οποιασδήποτε συζήτησης γύρω από τη Ρουμανία. Ως προς τη χώρα αυτή, στις
30 Σεπτεμβρίου στάλθηκε στο Ιάσιο
ειδική αντιπροσωπεία υπό τον στρατηγό Berthelot. Εκείνο, που προκαλεί εύλογα ερωτηματικά, είναι το
περιεχόμενο ενός δευτέρου τηλεγραφήματος εκ μέρους του Clemenceau και αποδέκτη τον Franchet d’ Espèrey, με ημερομηνία 30 Σεπτεμβρίου, όπου ο Γάλλος
πρωθυπουργός επιφυλάσσεται να στείλει νέες οδηγίες κατόπιν συνεννοήσεως με τους
υπόλοιπους Συμμάχους. Στο ίδιο τηλεγράφημα δεν παραλείπει να…συγχαρεί τον
στρατηγό για την υπογραφή της ανακωχής και να τον ενημερώσει για την επικείμενη
παρασημοφόρησή του! Πρόκειται, πιθανότατα, για άλλοθι έναντι των Συμμάχων,
καθώς η συναίνεση στις προτάσεις του Franchet d’ Espèrey, δυο μέρες νωρίτερα, είχε πραγματοποιηθεί δίχως τη
συγκατάθεση των τελευταίων. Όπως και να έχει το ζήτημα, στη Θεσσαλονίκη τα
πάντα ήταν έτοιμα όταν, στις 16.00
μ.μ. της 28ης Σεπτεμβρίου κατέφθασε η Βουλγαρική αντιπροσωπεία. Στελέχη της ήταν ο
υπουργός Οικονομικών Liaptchev, ο στρατηγός Lukov, διοικητής της ΙΙης
Στρατιάς, ο πληρεξούσιος υπουργός Radev και δυο αξιωματικοί. Χρειάστηκαν μόλις τρεις
συνεδριάσεις κατά την επόμενη μέρα, 29 Σεπτεμβρίου, προκειμένου να συνταχθεί η τελική πράξη της ανακωχής. Υπογράφηκε στις 23.00 μ.μ. με έναρξη ισχύος την 30ή Σεπτεμβρίου 1918 στις 12 το μεσημέρι.²⁹
Θεσσαλονίκη, 28 Σεπτεμβρίου 1918. Άφιξη του στρατηγού
Lukov.
Οι
διαπραγματεύσεις διεξήχθησαν σφαιρικά.
Οι λόγοι είναι πολλοί και διάφοροι. Η όλη διαδικασία λειτουργούσε στη
συνείδηση των Συμμάχων ως προπομπός των όσων ανέμεναν πως θα ακολουθούσαν
αργότερα, με τα σύμμαχα κράτη της Βουλγαρίας. Δεν ήταν, επομένως, προς το
συμφέρον τους να δουν τις συνομιλίες να ναυαγούν από λάθος ή εξαιτίας επίδειξης
αδιαλλαξίας. Αντίθετα, η ευόδωση των διαπραγματεύσεων πίστευαν ότι θα είχε
μεταδοτική επίδραση πάνω στις κυβερνήσεις των Κεντρικών
Αυτοκρατοριών. Αν μη τι άλλο, θα τις θορυβούσε. Κατά δεύτερο λόγο, το
είδος των σχέσεων της διασυμμαχικής στρατιωτικής διοίκησης της Θεσσαλονίκης με
τις Βουλγαρικές αρχές δεν μπορούσε κατά κανένα τρόπο να αντιπαραβληθεί με το
πνεύμα, το οποίο χαρακτήριζε τις διμερείς Γαλλο-Γερμανικές ή Αυστρο-Ιταλικές
σχέσεις. Ενδεχομένως το κλιμα να ήταν πιο βεβαρυμένο εάν στις διαπραγματεύσεις
συμμετείχαν εκπρόσωποι της Ελλάδας και της Σερβίας, κάτι που, όμως, δεν συνέβη
τελικά. Η υποδοχή εκ μέρους του Franchet d’ Espèrey είναι παραπάνω από τυπική. Στην εναρκτήρια παρέμβασή του
δεν κρύβει την ικανοποίησή του για την επιλογή της Βουλγαρικής κυβέρνησης,
υπογραμμίζοντας πως η στάση της τελευταίας υπήρξε ανέκαθεν “έντιμη
έναντι των Γάλλων”. Αυτές οι φιλοφρονήσεις συνοδεύονταν, πάντως, και από
απειλές: η Βουλγαρία δεν είχε άλλη επιλογή εάν επιθυμούσε να αποφύγει την
εισβολή, την κατάληψη του εθνικού της εδάφους και την επιβολή μιας νέας
κυβέρνησης. Βρισκόταν κυριολεκτικά στο έλεος του νικητή. Η δευτερεύουσα συμβολή
της στον πόλεμο επέτρεπε να της επιδειχθεί κάποιο είδος επιείκιας, μόνο και
μόνο προκειμένου οι Σύμμαχοι να εξοικονομήσουν δυνάμεις αποφεύγοντας μια
παράταση των εχθροπραξιών μαζί της. Κυρίως όμως, ο ανώτατος διοικητής του Θεάτρου Επιχειρήσεων της Θεσσαλονίκης κάθε άλλο παρά ήταν
διατεθειμένος να παρασυρθεί από την επιδέξια διαλεκτική των συνομιλητών του.
Πράγματι, ο Liaptchev ξεδίπλωσε ολόκληρη επιχειρηματολογία με
επίκεντρο την επάνοδο της Βουλγαρίας σε
καθεστώς ουδετερότητας. Η χώρα θα επέστρεφε στα προ του πολέμου
σύνορά της, επιτρέποντας τη διάβαση από το έδαφός της των Συμμαχικών
στρατευμάτων. Σκοπός ήταν, σε ένα δεύτερο στάδιο η πράξη της ανακωχής να
μεταλλαχθεί σε πραγματική ανατροπή των συμμαχιών. “Πρακτικά, γινόμαστε σύμμαχοί σας”, υποστήριξε. Ο Franchet d’ Espèrey διέκρινε την παγίδα. Η Βουλγαρία είναι
ηττημένη και οφείλει να πληρώσει. Εάν επιθυμούσε ειλικρινά να τηρήσει στάση
ουδετερότητας, για ποιό λόγο δεν το είχε πράξει πριν από τις 15 Σεπτεμβρίου;
Εξακολουθεί δε να παραμένει στρατιωτική ζώνη. “Ούτε ουδέτεροι, ούτε σύμμαχοι. Είστε ηττημένοι”. Ο Liaptchev αναγκάζεται να το παραδεχθεί. Οι
διαπραγματευτικοί του ελιγμοί δεν θα τραβήξουν σε μάκρος. Το μόνο, που
ενδεχομένως πέτυχαν, είναι κάποια ανεπαίσθητη μείωση τις πίεσης ως προς το
περιεχόμενο των διατάξεων της ανακωχής.
Όταν οι
συνομιλίες στράφηκαν στο ζήτημα της αποστράτευσης και της άμεσης εκκένωσης των
Σερβικών και Ελληνικών εδαφών, ο στρατηγός Lukov ζήτησε
την παραμονή υπό τα όπλα του συνόλου των μονάδων του Βουλγαρικού ιππικού.
Ήταν ο μόνος τρόπος, υποστήριξε, προκειμένου η χώρα του να μπορέσει να
αντιμετωπίσει τον κίνδυνο επίθεσης από τον Οθωμανικό στρατό, καθώς το τουρκικό
επιτελείο είχε συγκεντρώσει δύναμη 100.000 ανδρών βορείως της Αδριανούπολης. Ειδάλλως, αργά ή γρήγορα, τις
δυνάμεις αυτές θα καλούνταν να αντιμετωπίσουν οι ίδιοι οι Σύμμαχοι. Από την
άλλη πλευρά, μια πλήρης αποστράτευση και εκκένωση των Σερβικών εδαφών θα
ενθάρρυνε Γερμανούς και Αυστριακούς να επεκτείνουν την κατοχή τους σε περιοχές,
οι οποίες θα παρέμεναν άνευ προστασίας, καθώς τα Συμμαχικά στρατεύματα βρίσκονταν
ακόμη σε μεγάλη απόσταση από αυτές. Πρόκειται για ένα επιχείρημα, το οποίο δεν
στερείται λογικής. Ο Franchet
d’ Espèrey αντέδρασε ακαριαία. Τρια σώματα Βουλγαρικού
ιππικού θα παρέμεναν σε επιφυλακή πλησίον των συνόρων με την Τουρκία. Η ΧΙη Γερμανική Στρατιά, η οποία είχε πολεμήσει στο πλευρό των
Βουλγάρων, επρόκειτο να αφοπλιστεί και να
αιχμαλωτιστεί. Οι διπλωματικοί και προξενικοί υπάλληλοι της
Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας, καθώς και όλοι οι υπήκοοι των δυο παραπάνω
χωρών θα είχαν διορία τεσσάρων εβδομάδων, προκειμένου να αποσυρθούν. Πρόκειται
για το άρθρο 7 της πράξης ανακωχής, το
οποίο πλαισιώνεται από μια μυστική διάταξη: την πλήρη διακοπή κάθε είδους σχέσεων της Βουλγαρίας με τους μέχρι
τούδε συμμάχους της. Πρόκειται για καλυμμένη διακοπή διπλωματικών
σχέσεων, διχως να απαιτείται η ανάκληση των διαπιστευμένων εκπροσώπων.
Η παράδοση του
πολεμικού υλικού ενεργοποίησε νέο γύρο θρήνων εκ μέρους του Liaptchev, ο οποίος θεώρησε τις διατάξεις αυτές ως
σκλήρυνση των όρων της ανακωχής, με συνακόλουθο τον κίνδυνο πρόκλησης ταραχών
στη Σόφια και εισβολής της χώρας από τα στρατεύματα του Mackensen. Το όλο
πρόβλημα τέθηκε με αφορμή την παράδοση, στους Έλληνες, του υλικού του,
έγκλειστου στο Γκαίρλιτς της Γερμανίας, Δ΄ Σώματος Στρατού.
Από το παραπάνω υλικό είχε παραμείνει στα χέρια των Βουλγάρων ο βαρύς οπλισμός.
Ο Franchet
d’ Espèrey υπήρξε ανένδοτος και οι συζητήσεις περιορίστηκαν,
μοιραία, στην επιλογή των σημείων εκείνων, κοντά στα σύνορα, όπου θα συντελείτο
η παράδοση.
Μέλη της Βουλγαρικής αντιπροσωπείας. Στο κέντρο
διακρίνεται ο Andrei Liaptchev.
Ένα θέμα, το
οποίο απασχολούσε σοβαρά τους Βούλγαρους εντεταλμένους, ήταν η προοπτική μιας
στρατιωτικής κατοχής της χώρας τους. Για τον Franchet d’ Espèrey κάτι τέτοιο δεν ήταν
αυτοσκοπός. Εκείνο, που τον ενδιέφερε ήταν η εξασφάλιση επιχειρησιακών βάσεων
για τα Συμμαχικά στρατεύματα. Επομένως, συνόδευσε την κατ αρχήν απαίτηση περί
στρατιωτικής κατοχής, με την απαρίθμηση των μέτρων εκείνων, τα οποία θα
καθιστούσαν την τελευταία λιγότερο επαχθή. Συγκεκριμένα, επικέντρωσε την πίεσή
του στην πλήρη θέση υπό έλεγχο του σιδηροδρομικού δικτύου καθώς και ορισμένων
σημείων της Βουλγαρικής επικράτειας με στρατηγική αξία. Στόχος ήταν η
διασφάλιση της δυνατότητας διάβασης των Συμμαχικών στρατευμάτων προς βορρά και
προς ανατολάς, καθώς και η απρόσκοπτη μεταφορά τους δια μέσου της χώρας. Ο
διπλωμάτης Radev πρότεινε απλή άσκηση
ελέγχου επί του σιδηροδρομικού δικτύου. Δίχως να απορρίψει την προοπτική της
κατάληψης των στρατηγικών σημείων από τους Συμμάχους, ζήτησε να εξαιρεθεί η
Ελλάδα από το μέτρο αυτό. Ο Franchet d’ Espèrey αρνήθηκε μια διάκριση τέτοιου είδους. Ήταν η πρώτη και
μοναδική φορά κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, που έδειξε να χάνει την
αυτοκυριαρχία του. Πόσο μάλλον που το συγκεκριμένο επιχείρημα του Radev πλαισιώθηκε από τον ελιγμό να εμφανιστεί η
Βουλγαρία ως ουδέτερη. Ο ανώτατος διοικητής του Θεάτρου της
Θεσσαλονίκης δήλωσε πως οι Σύμμαχοι είναι “ένα σύμπλεγμα ελεύθερων λαών” και όχι “μια συμμορία
δουλοπρεπών” όπως οι Κεντρικές Δυνάμεις. Ως εκ τούτου, Έλληνες και Σέρβοι θα συμμετείχαν επί
ίσοις όροις στο ζήτημα της στρατιωτικής κατοχής.
Η ανακοίνωση της ανακωχής στο γαλλικό τύπο
Το όλο θέμα
αναβλήθηκε για την απογευματινή συνεδρίαση της 29ης Σεπτεμβρίου. Ο λόγος ήταν η αναζήτηση μιας φόρμουλας, υπό την μορφή
μιας μυστικής προσθήκης στο τελικό κείμενο, που να καθησυχάζει τους φόβους των
Βουλγάρων για ξέσπασμα εσωτερικών ταραχών ή, ακόμη, και για μια δυναμική
αντίδραση εκ μέρους της Γερμανίας. Στη δημοσιοποιημένη σύμβαση δεν θα γινόταν
χρήση του όρου “στρατιωτική
κατοχή”, παρά το γεγονός ότι θα υπήρχε τέτοια κατοχή, περιορισμένη
στα στρατηγικά σημεία, ως εγγύηση για την πιστή εκτέλεση των συμβατικών
δεσμεύσεων. Θα απαγορευόταν στις αρχές κατοχής η χρήση κατασταλτικών μέτρων ή
το δικαίωμα προσφυγής σε αυθαίρετες επιτάξεις, με βάση μια διατύπωση, η οποία
άφηνε ανοικτά όλα τα ενδεχόμενα για διαφορετικές, μεταξύ τους, ερμηνείες. Στην
πόλη της Σόφιας δεν επρόκειτο να επιβληθεί στρατιωτική κατοχή, παρά μόνο εφόσον
το απαιτούσαν οι συνθήκες. Στο μυστικό παράρτημα της σύμβασης ανακωχής,
απαριθμούνταν όλα τα δίκτυα συγκοινωνιών, επικοινωνιών και κοινής οφέλειας, τα
οποία επρόκειτο να τεθούν υπό Συμμαχικο έλεγχο: οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο, ταχυδρομεία, τηλεπικοινωνίες και
δίκτυο ύδρευσης. Τα πλοία των Συμμάχων και των ουδετέρων κρατών
θα έκαναν ελεύθερη χρήση των λιμενικών εγκαταστάσεων (το
σημείο αυτό συμπεριλήφθηκε στο μυστικό παράρτημα εξαιτίας της εγγύτητας με το
τουρκικό μέτωπο). Ωστόσο, το κείμενο δεν προβαίνει σε λεπτομερείς
περιγραφές: ο τρόπος χρήσης π.χ. των σιδηροδρόμων, του μακρόθεν σημαντικότερου
από τα παραπάνω δίκτυα, θα αποτελούσε αντικείμενο μελλοντικών διαπραγματεύσεων
με τις Βουλγαρικές αρχές. Με τον τρόπο αυτό, αποφεύχθηκαν άσκοπες καθυστερήσεις
στην όλη διαδικασία υπογραφής της ανακωχής, μιας πράξης, την οποία αποζητούσαν,
σε τελευταία ανάλυση, αμφότερα τα μέρη.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου