Παρασκευή 1 Μαΐου 2020

ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΙΧΟΣ ΕΝΑΣ ΦΟΥΡΝΑΡΗΣ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ ΠΕΡΑΣΜΕΝΟΥ ΑΙΩΝΑ


ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΙΧΟΣ ΕΝΑΣ ΦΟΥΡΝΑΡΗΣ  ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ ΠΕΡΑΣΜΕΝΟΥ ΑΙΩΝΑ
Βασίλης Ναζλής
    Στην γειτονιά μου, αρχές της οδού Φιλίππου στην Δράμα, λειτουργούσε ο φούρνος του Μιχάλη του Μίχου. Το οίκημα ήταν διώροφο, στον επάνω όροφο το σπίτι του Μιχάλη και κάτω ο φούρνος. Το οικόπεδο πίσω μεγάλο και έβγαζε στην οδό Αθηνάς. Με είσοδο εκεί σχεδόν κάθε μέρα ερχόταν χωρικοί από, την Ντράνοβα (Μοναστηράκι), την Ραβίκα (Καλλίφυτο) και άλλα κοντινά χωριά που μετέφεραν με τα μουλάρια, άλογα και γαϊδούρια, φορτία με πουρνάρια και ξύλα για την χρήση τους ως καύσιμη ύλη. Στοιβαζόταν σε όλες τις πλευρές, κατά χρόνο κοπής για να στεγνώσουν, να  "ξεραθούν" όπως έλεγαν. Τα υποζύγια αυτά, σύγχρονα μεταφορικά μέσα τότε, μετέφεραν αγόγγυστα μεγάλους όγκους από πουρνάρια, που δεν φαινόταν τίποτε, εκτός από τις οπλές τους και τα πέταλα και μεγάλου βάρους ξύλα άκοπα. Η αυλή ήταν γεμάτη χειμώνα καλοκαίρι από τεράστιες ποσότητες σε ύψος και σε μήκος και πλάτος.
    Οι φούρνοι την εποχή εκείνη ήταν το κέντρο της γευστικής και μαγειρικής απόλαυσης. Καθημερινά ο Μιχάλης από πολύ πρωϊ έβαζε "μπρός" τον φούρνο, ενώ αχάραγα ακόμη ζύμωνε το ζυμάρι και το άφηνε να φουσκώσει. Στο διάστημα αυτό, διευθετούσε εσωτερικά τον φούρνο, έσπρωχνε την φωτιά στην περιφέρεια με ειδικά μεταλλικά φτυάρια και καθάριζε την επιφάνεια από καρβουνάκια και στάχτη και στην συνέχεια με βρεγμένες σφουγγαριέρες, με μακρυά στυλιάρια καθάριζε την επιφάνεια. Εκεί, πάνω τοποθετούσε τα ήδη ζυμωμένα και σχηματισμένα ψωμιά στις πινακωτές και με το μεγάλο πλατύ φουρναρόξυλο. Στη συνέχεια έκλεινε την βαριά μεταλλική πόρτα και περίμενε το ψήσιμο τους. Μετά ,τα τοποθετούσε πάνω σε ένα τεράστιο ξύλινο πάγκο και τα σκέπαζε με ένα μεγάλο άσπρο πανί το "τουλπάνι" που έλεγαν.
    Οι φούρνοι τότε, κάθε Κυριακή η αργία, έψηναν και τα φαγητά των οικογενειών. Πρωί πρωϊ οι νοικοκυρές ετοίμαζαν τα ταψιά τους. Έβαζαν το κρέας και τα υλικά μέσα και τις πατάτες και αν ήταν με κριθαράκι ή ρύζι σε χάρτινη σακκούλα όπου γραφόταν το όνομα της νοικοκυράς. Πηγαίνοντας στην διπλανή εκκλησία, των 12 Αποστόλων, άφηναν το φαγητό για ψήσιμο.
    Ο Μιχάλης πάνω στις σακκούλες έγραφε το όνομα και αριθμό τον οποίο έγραφε και στο ταψί με μολυβί μολύβι. Παρακολοθούσε το ψήσιμο και στο κατάλληλο χρονικό σημείο έβαζε το κριθαράκι και το ρύζι.
    Το μεσημέρι, μεγάλος συνωστισμός κατά σειρά προσέλευσης και οι άνδρες συνήθως με εφημερίδες ή χοντρά πανιά έπαιρναν τα φαγητά για το σπίτι.
    Μοσκοβολούσε η γειτονία από το πέρασμα των φαγητών και τα παιδιά ανυπομονούσαν πότε θα νιώσουν στο στόμα τους την νοστιμιά. Εκεί μπροστά στις πόρτες και οι κατ' επάγγελμα κουτσομπόλες της γειτονιάς με τα ¨καλόπιστα¨ σχόλια. "
Μαρή βλέπεις πάλι η Φωτίκα πάλι κότα θα τους ταϊσει, κότα, κότα στο τέλος θα θέλουν πετεινό και θα γεννούν και αυγά"" Δεν βαρέθηκε η Παρθένα όλο πατάτες με κρέας, δεν ξέρει άλλο φαγητό? τόσο νοικοκυρά είναι!" και πολλά παρόμοια.
    Την Μ. Τετάρτη οι νοικοκυρές "πιάναν" μαγιά για να φτιάξουν τα πασχαλινά τσουρέκια και κουλουράκια. Τα μυρωδικά που έδιναν εξαίρετη γεύση σ' αυτά ήταν το μαχμουλέ, κακουλέ και διάφορα άλλα που προμηθευόταν από καταστήματα μπαχαρικών.
    Πρωϊ  Μ. Πέμπτης ζυμώναν τα τσουρέκια και τα κουλουράκια και τα έδιναν τα ανάλογα σχήματα σύμφωνα με την καλλιτεχνική τους μαγειρική τους αντίληψη και τα πηγαίναν σε λαμαρίνες τους "νταμπλάδες" που έπαιρναν από τον φουρνάρη.
    Θυμάμαι την μακαρίτισσα την μητέρα μου, που έπαιρνε ένα μεγάλο πανέρι και πηγαίναμε στον φούρνο. Από τις λαμαρίνες, έπαιρνε προσεκτικά τα κουλουράκια και τα τοποθετούσε στο πανέρι για να μη σπάσουν, αφού τα μετρούσε προηγουμένως για τυχόν λαθροχειρία του Μιχάλη. Τα σκέπαζε με ένα άσπρο πανί, για προστασία από τις σκόνες, γιατί τότε ο δρόμος μας ήταν χωμάτινος και σήκωνε σκόνη. Τρυπούσε την μύτη η διαπεραστική ευφραντική ευωδία καίτοι το πρωϊ κοινωνούσαμε όλα τα παιδιά, δεν μας άφηναν να πάρουμε το προκλητικό κουλουράκι.
    Εγώ, ακολουθώντας, δήθεν τραβούσα το πανί που ξεσκέπαζε τα κουλουράκια και με αριστοτεχνικό τρόπο γινόμουν λωποδύτης (
Λώπη=φόρεμα ή μαγειρικό σκεύος και δύτης= βουτηχτής) και βουτούσα χωρίς να αντιληφθεί 1 ή 2.
    Τέτοιες μέρες πάντα θυμόμαστε εκείνες τις εξαίρετες στιγμές που βιώναμε μικρά παιδιά, που τις έχουμε ενεργές μέσα μας.
    Θυμήθηκα τον φουρνάρη τον Μιχάλη που χρόνια προσέφερε τις υπηρεσίες του στις οικογένειες της γειτονιάς.
    Θυμήθηκα όλες εκείνες τις εξαίσιες, θεϊκές μυρωδιές και γεύσεις που προσέφερε ο φούρνος του.
    Ο Μιχάλης ήταν ένας ξερακιανός αδύνατος τύπος, καλομίλητος και εργατικός στο έπακρο.
    Η κόρη του Δώρα είχε γνωριστεί με ένα παιδί, που ήταν βολεϋμπολίστας στον Παναθηναϊκό, παντρεύτηκαν και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα. Μετά από μερικά χρόνια όταν βγήκε ο Μιχάλης στην σύνταξη και έδωσε τον φούρνο τους τράβηξε η κόρη στην Αθήνα, μαζί με τον γιό του.
    Τον
Σεπτέμβριο του 1973, έδινα εξετάσεις στη Σχολή Αξιωματικών στην Αθήνα, στο οίκημα του Πολυτεχνείου. Περνώντας απέναντι από το Πολυτεχνείο σταμάτησα σε ένα περίπτερο να αγοράσω κάτι, οταν έσκυψα στο γκισέ να πληρώσω είδα τον Μιχάλη μέσα στο κουβούκλιο του περιπτέρου. Ξαφνιάστηκα, του λέω  "πόσο κάνει κύριε Μιχάλη?" άλλο ξάφνιασμα απ'εκείνον. Είχε απέναντι του ένα άγνωστο νεαρό μυστακοφόρο ενωμοτάρχη της Χωροφυλακής, ενώ η περιοχή ελεγχόταν από την τότε Αστυνομία Πόλεων.  Πήγα στο πορτάκι το άνοιξα και του είπα ποιός είμαι. Τρελάθηκε από την χαρά του γελούσε, έκλαιγε σαν μικρό παιδί, θυμόταν τα παλιά και έλεγε ότι με έφερνε στο μυαλό με κοντά παντελονάκια, τσολιά σημαιοφόρο το 1ου Πρότυπου Δημοτικού Σχολείου. Πήρε αμέσως την γυναίκα του που έμενε στην διπλανή οικοδομή, κατέβηκε και είδα και... έπαθα να γλυτώσω από τα φιλιά και τα σφιχταγκαλιάσματα. Με ... συνέλαβαν και με χειροπέδες την αγάπη τους, με οδήγησαν στο διαμέρισμα τους όπου μου προσέφεραν και του πουλιού το γάλα.
    Μου είπε ότι πήρε εκείνο το περίπτερο στο όνομα της συζύγου του, να περνά τις ώρες και να βλέπει και να μιλά με κόσμο πράγμα που έκανε, ως.... σαράντα χρόνια φούρναρης... που έψησε και τί δεν ....έψησε!!
    Τότε του είπα "
πως ένας τόσο κινητικός άνθρωπος που έτρεχε συνέχεια μπήκε σε ...κλουβί" μου είπε ότι τα λιοντάρια όταν γεράσουν θέλουν ένα κλουβί να... ξαπλώνουν.
    Να είσαι καλά κυρ Μιχάλη εκεί που είσαι (
γιατί πιστεύω ότι πιθανόν να μην είναι στη ζωή γιατί θα είχε υπερβεί τα 100 από καιρό). Σε θυμάμαι, σε θυμόμαστε πάντα!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου