Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2018

Η αβάσταχτη ελαφρότητα του Μαξίμου: Είναι προσωπικό το θέμα ή αφορά την εθνική ασφάλεια;



Η αβάσταχτη ελαφρότητα του Μαξίμου: Είναι προσωπικό το θέμα ή αφορά την εθνική ασφάλεια;
Της Νεφέλης Λυγερού*
    Σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου, Δύσης ή Ανατολής, Βορρά ή Νότου, το αποκαλυπτικό ρεπορτάζ του «Πρώτου Θέματος» για τη συμβίωση συμβούλου του πρωθυπουργού με τη Νο 3 της τουρκικής πρεσβείας στην Αθήνα δεν θα είχε καν γραφεί για τον απλούστατο λόγο ότι δεν θα μπορούσε να είχε υπάρξει συμβίωση προσώπων με τέτοιες ιδιότητες.
    Η Τουρκία δεν είναι μία οποιαδήποτε γειτονική χώρα. Είναι το κράτος που εδώ και δεκαετίες διεκδικεί μονομερώς όχι μόνο κυριαρχικά και διοικητικά δικαιώματα της Ελλάδας, αλλά και εθνικό έδαφος. Ειδικά αυτή την περίοδο, ο χρόνιος ελληνοτουρκικός ψυχρός πόλεμος έχει κλιμακωθεί. Σ’ αυτή, λοιπόν, τη φορτισμένη και επικίνδυνη συγκυρία, η Ελλάδα οφείλει να είναι εξαιρετικά προσεκτική σ’ όλα τα επίπεδα.
     Με αυτές τις σκέψεις, αποφασίσαμε να επιδείξουμε δημοσιογραφική ευθύνη στο αποκαλυπτικό ρεπορτάζ μας της περασμένης Κυριακής, αποφεύγοντας τους δραματικούς τόνους. Θεωρήσαμε, επίσης, ότι προσδίδοντας μία πιο ανάλαφρη μορφή στο ρεπορτάζ και μη αναφέροντας τα ονόματα των πρωταγωνιστών ότι υπήρχε τρόπος να διορθωθεί η κραυγαλέα επιπολαιότητα με τις μικρότερες δυνατές επιπτώσεις.
    Αξίζει να τονιστεί ότι παρά το γεγονός ότι το ρεπορτάζ μας αφορά την εθνική ασφάλεια έπεσε σε τοίχο σιωπής. Καμία αναφορά στις εφημερίδες, στα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά δελτία. Καμία αντίδραση από τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Μόνη εξαίρεση και αυτή που έσπασε τον τοίχο σιωπής ήταν η ερώτηση προς τον Πρωθυπουργό του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου της Δημοκρατικής Συμπαράταξης Ανδρέα Λοβέρδου.
    Η ερώτηση ήταν διατυπωμένη πολύ προσεκτικά και κατά τρόπο που να αφήνει διέξοδο στο μέγαρο Μαξίμου:
    «Σε σημερινό δημοσίευμα της εφημερίδας Πρώτο Θέμα διαβάζουμε για ένα ζήτημα ιδιαιτέρως ευαίσθητο, τόσο για την εθνική μας ασφάλεια, όσο και για την ελευθερία και προστασία της ιδιωτικής ζωής. Η διφυής υπόσταση του συγκεκριμένου θέματος επιβάλλει γενικές αναφορές κι όχι εξειδικευμένο λόγο. Γι’ αυτό, λοιπόν, σας ρωτώ: Μήπως ο συγκεκριμένος διπλωμάτης που εξ ορισμού χειρίζεται σοβαρότατα διπλωματικά θέματα της χώρας, θα μπορούσε να προσφέρει στην πατρίδα και την υπηρεσία του από άλλη θέση κι όχι από αυτήν του διπλωματικού σας γραφείου; Μήπως η κοινή λογική αλλά και η διεθνής εμπειρία επιβάλλουν έναν τέτοιον από μέρους σας χειρισμό; Μήπως οι κινήσεις αυτές πρέπει να γίνουν κατά προτεραιότητα και με διακριτικότητα, πριν άλλες δυνάμεις της αντιπολίτευσης αλλά και της συμπολίτευσης και των ΜΜΕ δώσουν στο θέμα αδιάκριτες αλλά και προσβλητικές για τα ανθρώπινα δικαιώματα διαστάσεις;»
    Ο κ. Λοβέρδος είπε το αυτονόητο. Όπως έκανε και το δικό μας δημοσίευμα, δεν αμφισβήτησε τις επαγγελματικές ικανότητες, την εντιμότητα και τις προθέσεις του Βαγγέλη Καλπαδάκη. Ούτε το δικαίωμά του να είναι ερωτευμένος και να συζεί με όποια γυναίκα θέλει. Είπε, όμως, όπως και το δικό μας δημοσίευμα, το προφανές: ότι αυτή η συμβίωση αντικειμενικά αποτελεί δυνάμει κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια.
    Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να υπογραμμιστεί ότι ο εκάστοτε σύμβουλος του πρωθυπουργού έχει πρόσβαση σε όλες τις άκρως απόρρητες και ειδικού χειρισμού πληροφορίες που αφορούν την εξωτερική πολιτική και την εθνική ασφάλεια.
    Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε εάν ο συγκεκριμένος συνεργάτης του πρωθυπουργού είχε από τότε ενημερώσει τον Αλέξη Τσίπρα για την ερωτική σχέση του με την Τουρκάλα διπλωμάτη Φεϊζά. Υπενθυμίζουμε ότι η σχέση δημιουργήθηκε όταν εκείνος υπηρετούσε στην ελληνική πρεσβεία στην Άγκυρα.
     Αν και είναι σύνηθες μυστικές υπηρεσίες να προσεγγίζουν με διάφορους τρόπους ξένους διπλωμάτες, στο ρεπορτάζ μας δεν αφήσαμε καμία σχετική νύξη. Θα ήταν, ωστόσο, αφέλεια να μην αναρωτηθούμε πώς η Φεϊζά πήρε μετάθεση για την τουρκική πρεσβεία στην Αθήνα (Οκτώβριος του 2015). Όταν συμβαίνουν αυτά που συμβαίνουν στην Τουρκία, είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών επέδειξε ευαισθησία για τον έρωτα δύο νέων και φρόντισε να τους ξαναφέρει κοντά. Προφανώς, έκρινε ότι δεν κινδύνευαν τα τουρκικά κρατικά μυστικά. Όσα, άλλωστε, γνωρίζει μία διπλωμάτης αυτού του βαθμού είναι ασήμαντα συγκρινόμενα με όσα γνωρίζει ένας στενός συνεργάτης του πρωθυπουργού.
    Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να αναφέρουμε τα όσα γράφει ο Μάνος Ηλιάδης στο τεκμηριωμένο βιβλίο του για τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες (εκδόσεις Ινφογνώμων). Γράφει, λοιπόν, ότι με νόμο του 1987, το τουρκικό κράτος υποχρεώνει τους δημοσίους υπαλλήλους, που με κάθε ιδιότητα υπηρετούν στο εξωτερικό, καθώς και τους πολίτες του που εργάζονται στο εξωτερικό και αμείβονται με οποιονδήποτε τρόπο από το τουρκικό δημόσιο, να συνεργάζονται με την MIT (μυστικές υπηρεσίες) και τη Διεύθυνση Πληροφοριών του Γενικού Επιτελείου.
    Δεν γνωρίζουμε εάν η σύμβουλος της τουρκικής πρεσβείας τηρεί το νόμο της πατρίδας της και την έτσι κι αλλιώς επαγγελματική υποχρέωσή της να πληροφορεί το υπουργείο της για ό,τι μαθαίνει στην Αθήνα. Δεν γνωρίζουμε εάν αντιστέκεται στις αναπόφευκτες πιέσεις που θα δέχεται από την υπηρεσία της να εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι συζεί με έναν άνθρωπο που λόγω θέσης γνωρίζει τα άκρως απόρρητα του ελληνικού κράτους. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι δεν υπάρχει άλλο κράτος στον κόσμο που θα επέτρεπε να υφίσταται αυτή η δυνατότητα. Θα είχαν ξεσηκωθεί και οι πέτρες εάν π.χ. ο σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του Λευκού Οίκου συζούσε με τη Νο 3 της ρωσικής πρεσβείας στην Ουάσιγκτον ή το αντίστροφο.
    Δεν αμφισβητούμε ότι ο περί ου ο λόγος κάνει ό,τι μπορεί για να μη γίνεται η σύντροφός του κοινωνός των κρατικών μυστικών που αυτός γνωρίζει. Είναι, ωστόσο, ανθρωπίνως αδύνατο όταν ένα ζευγάρι συζεί στο ίδιο σπίτι να υπάρχει απόλυτη στεγανοποίηση.
    Από τη στιγμή που επέλεξε να ζήσει τον έρωτά του, όπως έχει απόλυτο δικαίωμα, θα έπρεπε να είχε προστατεύσει και τον εαυτό του και τον πρωθυπουργό και την Ελλάδα, αρνούμενος να αναλάβει τη θέση που σήμερα κατέχει. Και όχι μόνο αυτό. Όταν το πρόβλημα ήρθε στη δημοσιότητα και ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Δημοκρατικής Συμπαράταξης κατέθεσε τη σχετική ερώτηση, το μέγαρο Μαξίμου, αντί να συνειδητοποιήσει την εξόφθαλμη επιπολαιότητά του, προσπάθησε να «ταπώσει» τη σκανδαλώδη αυτή υπόθεση, με τη μέθοδο «η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση». Μη μπορώντας να αμφισβητήσει ούτε ένα σημείο του αποκαλυπτικού ρεπορτάζ μας, κατέφυγε στην ευκολία των υβριστικών χαρακτηρισμών.
     Απαντώντας σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφου της Αυγής στην ενημέρωση των πολιτικών συντακτών, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, αφού με θεατρικό τρόπο παρέμεινε για λίγα δευτερόλεπτα σιωπηλός, δήλωσε: «Ντρέπομαι τόσο για το δημοσίευμα όσο και για την ερώτηση του κ. Λοβέρδου. Ο πρωθυπουργός επιλέγει τους συνεργάτες του με κριτήρια την επάρκεια, την ειλικρίνεια, την εμπιστοσύνη και πάνω απ’ όλα την εντιμότητα. Κάποιοι, ακολουθώντας χυδαίο κιτρινισμό, μπορεί να θεωρούν ότι η προσωπική ζωή πρέπει να αποτελεί κριτήριο για την επιλογή των συνεργατών του πρωθυπουργού. Θεωρούμε αυτή τη θέση απολύτως απαράδεκτη».
    Με ανακοίνωσή του, ο κ. Λοβέρδος απάντησε με αυστηρότητα σ’ αυτή τη δήλωση: «Η απειρία του κυβερνητικού εκπροσώπου δεν μπορεί να είναι συγχωροχάρτι για τις επαναλαμβανόμενες αστοχίες του σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Πρώτος εγώ, άλλωστε, έθεσα ζήτημα προστασίας του δικαιώματος στην προσωπική ζωή. Η ερώτησή μου προς τον Πρωθυπουργό, όμως, αφορούσε ζήτημα εθνικής ασφαλείας και ως τέτοιο θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί. Αν αυτό ο εκπρόσωπος δεν το καταλαβαίνει, τότε, πέρα από το θέμα της δικής του απειρίας, τίθεται και ένα ζήτημα ανευθυνότητας που αφορά την κυβέρνηση στο υψηλότερο επίπεδό της. Όσο για τα αισθήματα ντροπής που δήλωσε, ας κοιτάξει στον καθρέφτη και θα βρει χίλιους λόγους να ντρέπεται».
     Προτού μας κατηγορήσουν ότι παραβιάζουμε τα ανθρώπινα δικαιώματα του ζεύγους, ας μας επιτρέψει ο αναγνώστης να αναφέρουμε δύο παραδείγματα από την ιστορία.
    Το 1962, ο υπουργός Πολέμου της Βρετανίας Τζον Προφιούμο είχε κληθεί να δώσει εξηγήσεις στο Κοινοβούλιο και τελικά είχε παραιτηθεί από τη θέση του όταν έγινε γνωστό ότι είχε ερωμένη την Κριστίν Κίλερ, η οποία ταυτόχρονα ήταν και ερωμένη του Γιεβγκένι Ιβανόφ, στρατιωτικού ακολούθου της σοβιετικής πρεσβείας στο Λονδίνο. Υπενθυμίζουμε ότι ο Τζον Προφιούμο είχε κατηγορηθεί από τον βρετανικό Τύπο για εσχάτη προδοσία και καταστράφηκε οριστικά η πολιτική του καριέρα, παρότι αποδείχθηκε ότι δεν γνώριζε τη σχέση της ερωμένης του με τον σοβιετικό διπλωμάτη και παρότι η επίσημη έρευνα κατέληξε στο πόρισμα ότι δεν είχαν διαρρεύσει κρατικά μυστικά.
    Το 1973 ξέσπασε το «σκάνδαλο Γκιγιόμ». Ο Γκίντερ Γκιγιόμ ήταν ένας από τους γραμματείς του τότε καγκελαρίου της Δυτικής Γερμανίας Βίλι Μπραντ. Όταν οι μυστικές υπηρεσίες αποκάλυψαν ότι ήταν κατάσκοπος της Ανατολικής Γερμανίας και τον συνέλαβαν, ο Βίλι Μπραντ παραιτήθηκε, αναλαμβάνοντας την πολιτική ευθύνη.
    Προφανώς τα δύο προαναφερθέντα σκάνδαλα δεν ταυτίζονται με το δικό μας. Τα αναφέρουμε, όμως, επειδή δείχνουν μία τελείως διαφορετική αντιμετώπιση από την αβάσταχτη ελαφρότητα, με την οποία συμπεριφέρεται το μέγαρο Μαξίμου. Ούτε ο Τζον Προφιούμο, ούτε ο Βίλι Μπραντ γνώριζαν, αλλά παραιτήθηκαν. Ο Αλέξης Τσίπρας γνωρίζει τον δυνητικό κίνδυνο, αλλά τον υποτιμάει ανεπίτρεπτα. Το γεγονός, όμως, ότι ο ίδιος έχει εμπιστοσύνη στον στενό συνεργάτη του δεν είναι εχέγγυο ότι αντικειμενικά προστατεύεται η εθνική ασφάλεια.
    Ας σημειωθεί ότι ο Βαγγέλης Καλπαδάκης προσπάθησε μέσω φίλων του να πιέσει το προεδρείο της Ένωσης Διπλωματικών Υπαλλήλων να εκδώσει ανακοίνωση καταδίκης του δημοσιεύματος, με τον ισχυρισμό ότι είναι «σεξιστικό» και εκθέτει σε κίνδυνο τρομοκρατικής επίθεσης την Τουρκάλα διπλωμάτη!    Στο ρεπορτάζ μας, ωστόσο, αποφύγαμε να αναφέρουμε ονόματα και δεν υπάρχει τίποτα σεξιστικό. Γι’ αυτό, εξάλλου, και το προεδρείο της Ένωσης Διπλωματών αρνήθηκε να υποκύψει στις πιέσεις.
     Στο άρθρο της Νεφέλης Λυγερού είναι χρήσιμο να ειπωθούν και τα παρακάτω:
    Δεν πρόκειται για κάποιον από τους πολλούς συμβούλους και συνεργάτες του πρωθυπουργού. Πρόκειται για τον διευθυντή του διπλωματικού γραφείου του Ευάγγελο Καλπαδάκη.
    Ο Καλπαδάκης είναι χαμηλόβαθμος διπλωμάτης που κατέχει μία θέση στην οποία κατά κανόνα τοποθετείται πεπειραμένος πρέσβης. Ο Τσίπρας τον ζήτησε από το υπουργείο Εξωτερικών και τον πήρε δίπλα του το καλοκαίρι του 2014. Οι δυο τους γνωρίζονται από τα χρόνια που ήταν μαζί στη Νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Καλπαδάκης είναι ανεψιός του προέδρου της Βουλής Βούτση.
    Η Νο 3 της τουρκικής πρεσβείας ονομάζεται Φεϊζά Μπαρουτσού, είναι 35 ετών και έχει υπηρετήσει σε σημαντικά διπλωματικά πόστα για την τουρκική διπλωματία, στη Βυρηττό, στο Σεράγεβο, στη Ρίγα, στα Σκόπια και τώρα στην Αθήνα.
    Η ΝΔ «κάνει την πάπια», επειδή διπλωματικός σύμβουλος του Κυριάκου είναι ο Κωνσταντίνος Αλεξανδρής που είναι παντρεμένος με Τουρκάλα, η οποία έχει υπηρετήσει στο ΝΑΤΟ.
    Ο Καλπαδάκης διαμορφώνει εξωτερική πολιτική και μάλιστα σε απόκλιση με τον υπουργό Εξωτερικών, ειδικά στα ελληνοτουρκικά και στο Κυπριακό.
    Την πρώτη και μεγάλη ευθύνη για την απαράδεκτη κατάσταση που επικρατεί την έχει ο πρωθυπουργός και όχι ο Καλπαδάκης. Ο Τσίπρας οφείλει να γνωρίζει ότι όσο είναι πρωθυπουργός διαχειρίζεται το εθνικό συμφέρον με βάση κανόνες και όχι σαν είναι ιδιωτική ή κομματική υπόθεση.
Η Νεφέλη Λυγερού είναι δημοσιογράφος στην εφημερίδα Πρώτο Θέμα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου