Μια φορά κι ένα καιρό ένας σοφός δάσκαλος περπατούσε με τους μαθητές του από μία πόλη σε μία άλλη.
Ενώ ταξίδευαν, συνάντησαν μια λίμνη στο δρόμο τους. Σταμάτησαν εκεί κοντά για να ξεκουραστούν. Ο δάσκαλος παρακάλεσε τους μαθητές του να του φέρουν λίγο νερό από τη λίμνη.
Ένας μαθητής σηκώθηκε και περπάτησε μέχρι τη λίμνη. Όταν πλησίασε, είδε κάποιες γυναίκες να πλένουν τα ρούχα στο νερό, και ακριβώς εκείνη τη στιγμή ένα κοπάδι από αγελάδες ξεκίνησε να διασχίζει τη λίμνη.
Δεν πέρασε πολύ ώρα και το πέρασμα των αγελάδων είχε ως αποτέλεσμα να σηκωθεί λάσπη μέσα στο νερό. Ο μαθητής αναρωτήθηκε:" Πώς μπορώ να δώσει αυτό το λασπωμένο νερό στο δάσκαλο για να πιει;"
Έτσι γύρισε πίσω και είπε στο δάσκαλο: "Το νερό της λίμνης είναι γεμάτο λάσπη. Δεν νομίζω ότι είναι κατάλληλο για να το πιείτε. "
Μετά από λίγο, ο δάσκαλος ζήτησε πάλι από τον ίδιο μαθητή να πάει πίσω στη λίμνη και να του φέρει λίγο νερό.
Ο μαθητής υπάκουα πήγε ξανά στη λίμνη. Αυτή τη φορά διαπίστωσε ότι η λάσπη είχε κατακάτσει κάτω και το νερό ήταν πια καθαρό. Έτσι, γέμισε ένα μπουκάλι με νερό και το πήγε στο δάσκαλο.
Ο δάσκαλος κοίταξε πρώτα το νερό και στη συνέχεια στράφηκε στο μαθητή και του είπε:
"Δες πως κατάφερες να καθαρίσεις το νερό. Το άφησες στην ησυχία του, και σε λίγο η λάσπη κατακάθησε από μόνη της. Το ίδιο συμβαίνει και με το μυαλό μας. Όταν είναι θολωμένο, η λύση είναι απλή. Αρκεί να του δώσουμε λίγο χρόνο και θα 'καθαρίσει' από μόνο του. "
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου